Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Ο πύργος του Μαντούβαλου.

 Την παρακάτω ιστορία θα τη μεταφέρω όπως μου την είπε ο φίλος μου Δ.Χ. ένα καλοκαίρι που κάναμε διακοπές στη Μάνη.


Ενώ απολαμβάναμε τη θάλασσα και τα ταβερνάκια, ο καλός φίλος Δ.Χ. ζήτησε να κάνουμε μια παράκαμψη και να βρεθούμε στους Άνω Μπουλαριούς, ένα χωριό πάνω από το Γερολιμένα. Δεν είχα φανταστεί το λόγο της επίσκεψης, ούτε και θα μπορούσα, μιας και όλες τις προηγούμενες μέρες δεν είχαμε απομακρυνθεί από τις παραλίες.


Το χωριό ήταν μικρό και πολύ γρήγορα βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα ψηλό πύργο.

-Παρατηρείς κάτι;

-Είναι πολύ ψηλός.

-Πόσο ψηλός;

-Δυο πατώματα.

-Ακριβώς. Είναι ίσως ο μόνος πύργος στη Μάνη με δύο ορόφους πάνω από το ισόγειο. Αυτός λοιπόν είναι ο πύργος του Μαντούβαλου.


Όταν ο Παπαφλέσσας έφτασε στην Πελοπόννησο και ήθελε να ξεφορτώσει τα όπλα που προόριζε για την επανάσταση, απευθύνθηκε αρχικά στο Μαυρομιχάλη. Οι αρχηγοί των φατριών διατηρούσαν εκείνη την εποχή τελωνεία που έλεγχαν όλα τα προϊόντα που διακινούνταν στην περιοχή τους, από τα οποία εισέπρατταν φόρους. Μόλις ο Μαυρομιχάλης άκουσε για όπλα και επανάσταση τον έδιωξε κατά μια εκδοχή ή του ζήτησε κάποιο εξωφρενικό ποσό το οποίο ο Παπαφλέσσας δε διέθετε. Προφανώς δεν είχε κανένα λόγο εκείνο το διάστημα να τα χαλάσει με κανέναν από τους συνεργάτες του.


Τότε ο Παπαφλέσσας απευθύνθηκε στο Μαντούβαλο, αντίπαλο ανερχόμενο δέος του Μαυρομιχάλη στην περιοχή. Ο Μαντούβαλος άρπαξε την ευκαιρία και δέχτηκε να ξεφορτωθούν τα όπλα στο τελωνείο του στο Γερολιμένα, δεχόμενος φυσικά το ανάλογο αντίτιμο αλλά ζητώντας κατά μια άλλη εκδοχή από τον Παπαφλέσσα να τον βάλει στο κόλπο. Ο Παπαφλέσσας απαλλοτρίωσε το παγκάρι του Γερμανού στη Λαύρα για να πληρώσει το Μαντούβαλο και τα όπλα ξεφορτώθηκαν. Μετά από αυτό το γεγονός φυσικά ο Μαυρομιχάλης δε θα μπορούσε να μείνει άπραγος. Έτσι έφυγε από την Αρεόπολη και πολιόρκησε τον πύργο του Μαντούβαλου.


Η πολιορκία κρατούσε μέρες και ο αγών ήταν αμφίρροπος. Στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα κι αν νικούσε ο Μαυρομιχάλης ο οποίος διέθετε και την υπεροπλία, θα έβγαινε από αυτή την ιστορία αρκετά αποδυναμωμένος. Έτσι λοιπόν μια ημέρα των ημερών, όταν μια από τις κόρες του Μαντούβαλου, κατά μια εκδοχή η τρίτη η μικρότερη η μοσχαναθρεμμένη, βγήκε με τη στάμνα να πάει να φέρει νερό, τις γυναίκες δε τις πείραζαν βάσει εθιμικού δικαίου, ο Μαυρομιχάλης ζήτησε διαπραγμάτευση. Οι όροι ήταν απλοί.

Μου τη δίνεις νύφη και η πολιορκία λύνεται”.

Σου τη δίνω, αλλά θα μου χτίσεις άλλο ένα πάτωμα στον πύργο”.

Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε η επανάσταση σύμφωνα με την ιστορία.

Και κάπως έτσι οι Μανιάτες επέκτειναν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες αργότερα στο λιμάνι του Πειραιά, αφού πλέον οι φατρίες τα είχαν βρει.


Ιστορικός δεν είμαι, ούτε κατάφερα ποτέ να επιβεβαιώσω τα γεγονότα. Ίσως η ιστορία αυτή να είναι ένα παραμυθάκι που λέγαν στη Μάνη για να τρώνε τα παιδάκια το φαΐ τους. Βέβαια ο φίλος μου είναι σόι με τους Μαντούβαλους και μου είπε πως την ιστορία την ξέρει από την οικογένεια. Όπως και να ‘χει εμένα μου φαίνεται πέρα ως πέρα αληθινή. Ταιριάζει αφ’ ενός με το χαρακτήρα της επανάστασης, ταιριάζει και με το αθάνατο Ελληνικό πνεύμα που διέπει τον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό βίο της χώρας ως σήμερα. Στο μυαλό μου εξηγούνται μέσα από αυτή την ιστορία πολλά. Αισθάνομαι πως αυτή η μικρή ιστορία περιγράφει τέλεια όλη τη νεότερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Μαφιόζοι που τρώγονται μεταξύ τους και τα βρίσκουν. Ένα πολιτικό σύστημα συνυφασμένο με αυτή την κατάσταση κι ανάμεσά τους διάφοροι τυχοδιώκτες και διάττοντες αστέρες που προσπαθούν κατά καιρούς να αναλάβουν ρόλους σ’ αυτό το αλλόκοτο και διόλου καλαίσθητο υφαντό.