Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Πως πέρασα στις διακοπές.

Οι διακοπές για ‘μένα ήταν πάντοτε μια πολυτέλεια. Θυμάμαι τον εαυτό μου να δουλεύει μέσα στη ζέστη τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής μου. Φέτος δεν είχα δουλειά, έτσι αποφάσισα να κάνω στην οικογένεια και τον εαυτό μου ένα μικρό δώρο. Ακολούθησα τη συμβουλή δύο καλών φίλων, του Διονύση και της Άλκηστης, τους οποίους ξεκινήσαμε να συναντήσουμε σε κάποιο κάμπινκ της Μάνης. 

“Έλα, είναι πολύ οικονομικό. Έχει κι ένα ποταμάκι που βγαίνει ακριβώς μπροστά στην παραλία κι όλοι αμολάνε τα πιτσιρίκια τους εκεί και παίζουν. Μην πας και μπλέξεις με νησιά, καράβια και μάσκες, κρίμα είναι.”.

Ήταν ακριβώς έτσι. Μια μεγάλη έκταση με αλμυρίκια, ένα μαγαζάκι για καφέ, το ποταμάκι με αμέτρητα πιτσιρίκια μέσα και μια υπέροχη παραλία με κάτασπρα βότσαλα. Ο ιδιοκτήτης ήταν πολύ χαλαρός, τον ρώτησα που μπορούσα να στήσω τη σκηνή μου και μου είπε να τη στήσω όπου μου άρεσε. Τον ρώτησα που μπορούσα να τον βρω για να του δώσω τα στοιχεία μου και φεύγοντας με το ποδήλατό του μου είπε να μην αγχώνομαι. Ήπια ένα σωστό φραπέ, έκανα τη βουτιά μου και το βράδυ ξάπλωσα να κοιμηθώ έχοντας ένα χαμόγελο μακαριότητας στα χείλη καθώς ο βραδυνός αέρας έφερνε στ’ αυτιά μου γλυκές μελωδίες Bad Religion και Dead Kennedys από το καφενείο του κάμπινκ δίπλα στην παραλία.


Οι μέρες κύλισαν όμορφα, ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν. Κάναμε το μπάνιο μας τρις ημερησίως στη θάλασσα, τρώγαμε ελαφρά σε κοντινά μαγαζάκια της περιοχής, εξερευνούσαμε τις διπλανές παραλίες, απολαμβάναμε τον καφέ μας, ο μικρός πλατσούριζε αδιαλείπτως στο ποταμάκι φτιάχνοντας πύργους στις όχθες με τους νέους φίλους του, η Κωσταντίνα χαλάρωνε με την Άλκηστη κι εγώ έκανα πολιτικές συζητήσεις με το Διονύση. Πόσο μου είχε λείψει όλο αυτό. Και περισσότερο απ’ όλα ο καφές, ένας σωστός καλοφτιαγμένος καλοκαιρινός φραπές. Πήξαμε στα φρέντο μωρ’ αδερφάκι μου.


Ήταν το μεσημέρι μια μέρα πριν φύγουμε. Σηκωθήκαμε από το τραπέζι να πάμε στη σκηνή ν’ αλλάξουμε. Ο γιός μου με παρακάλεσε να μείνει άλλα πέντε λεπτά, είχαν βαλθεί μ’ ένα φίλο του να κατασκευάσουν σκαλοπάτια στην όχθη του ποταμού. Δε θέλησα να του χαλάσω το χατήρι κι έτσι έμεινα να τον περιμένω λίγο ακόμα. Τα δυό παιδάκια συνεργάζονταν άψογα, ο ένας έσκαβε μ’ ένα πλαστικό φτυαράκι κι ο άλλος κουβαλούσε νερό μ’ ένα παιχνίδι ποτιστήρι. Είχε μεγάλη πλάκα, ήταν τόσο συγκεντρωμένα στο έργο τους, αισθάνονταν σα να κατασκεύαζαν τη γέφυρα Ρίου-Αντιρίου. Την ευτυχία τους διέκοψε μια κοπελίτσα λίγο πάνω από τα είκοσι, η οποία μόλις έφτασε στον τόπο του εγκλήματος άρχισε να τους λέει πως δεν έπρεπε να το κάνουν αυτό γιατί κατέστρεφαν την όχθη και λέρωναν το ποτάμι. Τα παιδάκια φυσικά την αγνόησαν, όμως πολύ σύντομα μπήκε στο παιχνίδι και ο φίλος της που άρχισε να τους λέει τα ίδια. Τα παιδάκια τους κοιτούσαν με απορία, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς τους έλεγαν, ενώ η κοπέλα κάθισε πάνω στα σκαλοπάτια που μέχρι εκείνη τη στιγμή έσκαβαν για να τα εμποδίσει.


Η κατάσταση κλιμακώθηκε γρήγορα όταν το νεαρό ζευγάρι ζήτησε το λόγο από τον παππού του παιδιού που έπαιζε με το γιο μου, λέγοντάς του πως έπρεπε να ντρέπεται γιατί επέτρεπε στα παιδιά να καταστρέφουν το περιβάλλον. Ήταν ένας ψηλός αδύνατος κύριος γύρω στα εβδομήντα, που πολύ ήσυχα προσπάθησε να τους εξηγήσει πως τα παιδάκια δεν έκαναν κάτι κακό κι ως εκ τούτου δεν είχε καν το δικαίωμα να τα διακόψει. Το νεαρό ζεύγος άστραψε και βρόντηξε περιγράφοντας την κατάσταση περίπου σα την καταστροφή του Αμαζονίου και το βίαιο εκτοπισμό των αυτόχθονων ιθαγενών του από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες, λέγοντας πως το ποταμάκι έκρυβε στις όχθες του πολύτιμο άργιλο, πως τα παιδιά σπαταλούσαν αυτό το σπάνιο φυσικό πόρο σκάβοντας, λέρωναν το νερό, άλλαζαν τη ροή του ποταμού και άλλα τέτοια φαιδρά.


Κοίτασμα ιαματικού αργίλου βεβαίως δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία τους. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές πως επρόκειτο για το πολύ λεπτό γκρίζο χώμα της περιοχής, που όταν ήταν βρεγμένο σχημάτιζε λάσπη που έμοιαζε στην υφή με πηλό. Ούτε και κάποιο σπάνιο είδος γαιοσκώληκα διέκρινα μέσα του. Ο δε περίφημος ποταμός, πλάτους περίπου πέντε μέτρων, όπως με είχε πληροφορήσει νωρίτερα ο Διονύσης, κάθε χρόνο εξέβαλε και σε διαφορετικό σημείο της παραλίας. Ήρθαν στο μυαλό μου εικόνες αποστεωμένων ρακένδυτων παιδιών στην Αφρική και τη Δυτική Ασία, να εξορύσουν υπό την απειλή καλάσνικοφ λίθιο για τις μπαταρίες έξυπνων κινητών τηλεφώνων ηλίθιων ανθρώπων, που κόπτονται για το φυσικό περιβάλλον την ίδια στιγμή που η μόνη σχέση που έχουν με αυτό είναι οι δεκαπέντε μέρες το χρόνο που περνούν σε κάποιο Ρούκουνα. Αισθάνθηκα το μέγεθος της γελοιότητας που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου και με κατέβαλε μια απέραντη αμηχανία.


Αφού ξεπέρασα την πρώτη κρυάδα το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να μην επέμβω. Ο καλός παππούς ενοχλημένος μεν, με Βουδιστική ηρεμία δε, ήλεγχε την κατάσταση προσπαθόντας να τους εξηγήσει πως όλα όσα του έλεγαν ήταν εντελώς παράλογα. Αισθάνθηκα πως οποιαδήποτε παρέμβαση εκ μέρους μου μάλλον θα έκανε τα πράγματα χειρότερα δίνοντας επιπλέον σημασία στο ασήμαντο και δεν είπα τίποτα. Η ώρα είχε ήδη περάσει, οπότε κινήθηκα προς το μέρος του παππού, του έσφιξα το χέρι και τον ευχαρίστησα.


Κύριέ μου, είστε η φωνή της λογικής. Δυστυχώς έχει επικρατήσει παντού η υστερία.”


Στη συνέχεια πήρα από το χέρι τον εντελώς απορημένο γιό μου για να φύγουμε. Το αστείο έμοιαζε να είχε τελειώσει, όμως δεν πρόλαβα να κάνω δυό βήματα και προς έκπληξή μου είδα ένα μουσάτο εξηντάρη που είχε στήσει τη σκηνή του έξω από το κάμπινγκ και πουλούσε ελιές και μέλια σ’ ένα τραπεζάκι μπροστά στο καφενείο, μαζί με μια ξερακιανή εμμηνόπαυση παρόμοιας ηλικίας, να κινούνται απειλητικά προς το μέρος μας. Άρχισαν αίφνης όλοι μαζί με αρχηγό το μουσάτο να φωνάζουν στον παππού, λέγοντας του πως είναι υπέυθυνος αυτός και κάτι σα του λόγου του για την κατάντια της κοινωνίας, την καταστροφή του περιβάλλοντος, ίσως και για την επικράτηση του παγκόσμιου καπιταλισμού, δεν ενθυμούμαι καλώς, επειδή δε βάζει όρια στα παιδιά με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται κακομαθημένα.


Ο κλασικός μαλάκας γεροφρικιός που έρχεται να σε βρεί στην άκρη του κόσμου να σου πρήξει τ’ αρχίδια, για να ικανοποιήσει την άσβεστη επιθυμία του να παραστήσει με κάθε ευκαιρία το φύλαρχο και να σου πάρει την τελευταία σκιά της παραλίας, επειδή μόνο αυτός κατά τα λεγόμενά του κατέχει τη γνώση να τη διαχειριστεί ορθά ώστε να μη διαταραχθεί η ισορροπία του σύμπαντος, ο δορυφόρος του γεροφρικιού, η πιτσιρίκα που είχε την ακατανίκητη παρόρμηση να βροντοφωνάξει περίτρανα πως είναι η μαχητικότερη ακτιβίστρια της νότιας Πελοποννήσου και φυσικά ο γκόμενός της που έπρεπε κι αυτός μάνι μάνι να βρεί ένα τρόπο να παραστήσει τον άντρα, όλοι μαζί προπυλάκιζαν ένα ήρεμο άνθρωπο που υπερασπιζόταν το προφανές.


Εκεί δεν άντεξα, έβαλα τις φωνές.


Ρε πάτε καλά? Δε ντρέπεστε που την πέσατε όλοι μαζί στον άνθρωπο?


Φυσικά ο μουσάτος έστρεψε τα πυρά του κατ’ ευθείαν σ’ εμένα.


-Αφήνετε τα κακομαθημένα σας να καταστρέφουν το περιβάλλον.

-Ποιό περιβάλλον καταστρέφουν?

-Καταστρέφουν την κοίτη του ποταμού.

-Ποιά κοίτη ρε φίλε? Με την πρώτη βροχή δε θα υπάρχει κοίτη.

-Που το ξέρεις εσύ? Εγώ έρχομαι εδώ τριάντα χρόνια. Δε σε είδα πέρισυ.

-Παίξαν τα παιδιά με το χώμα και κάνετε λες και βάλανε φωτιά στο δάσος.

-Εκεί θα φτάσουν στο τέλος έτσι που τα κακομαθαίνετε. Δε σέβονται τίποτα.

-Είστε εγκεφαλικά νεκρός κύριε. Αν το πιστεύετε αυτό, είστε εγκεφαλικά νεκρός. Λυπάμαι, δε μπορώ να συνεχίσω.


Τους άφησα πίσω μου να γαυγίζουν σα τα σκυλιά. Το μουσάτο για την κοίτη και τα δάση, τη γριά για τα όρια στα παιδιά, την πιτσιρίκα για τους φυσικούς πόρους και το δικό της για κάτι παρόμοιο.


Το περιστατικό με προβλημάτισε, όχι γιατί βρέθηκα μπροστά σε ηλίθιούς, αλλά γιατί τελευταία αυτό μου συμβαίνει όλο και συχνότερα. Θυμήθηκα κάτι που είχε πει ο Ουμπέρτο Έκο.


«Έδωσαν δικαίωμα λόγου σε λόχους ηλιθίων οι οποίοι προηγουμένως δεν μιλούσαν παρά σε μπαρ, μετά από ένα ποτήρι κρασί. Τότε δεν έκαναν κακό στους υπόλοιπους. Εκεί κάποιος τους έκοβε την κουβέντα, ενώ τώρα έχουν το ίδιο δικαίωμα να μιλούν όσο κι ένα βραβείο Νόμπελ».


Ο Έκο βέβαια αναφερόταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ίσως όμως τελικά τα μέσα να μην είναι το πρόβλημα αλλά το περιβάλλον στο οποίο το πρόβλημα είναι περισσότερο ορατό. Το περιστατικό που έζησα δε συνέβη σε κανένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, αλλά σε φυσικό χώρο, παρουσία πολλών ανθρώπων, εκ των οποίων κανείς δεν πήρε θέση. Κανείς δεν έκοψε την κουβέντα στους ηλίθιους, παρότι έκαναν κακό στους υπόλοιπους με την ηλιθιότητά τους. Και μπορεί κανείς, όσο κι αν διαφωνεί μαζί τους, να υπερασπίζεται μέχρι θανάτου το δικαιωμά τους να λένε την άποψή τους, όμως δεν πρέπει να ξεχνά πως η ελευθερία του καθενός τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων. Επίσης δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να υπερασπίζεσαι μέχρι θανάτου το δικαίωμα κάποιου να λέει μαλακίες. Διότι αν δεν έχεις τη στοιχειώδη λογική να διακρίνεις ποιός λέει μαλακίες, αυτό ακριβώς θα συμβεί.


Μέχρι κάποια εποχή ήταν κοινή λογική το γεγονός ότι το περιβάλλον δε διέτρεχε κανένα απολύτως κίνδυνο από παιδάκια που παίζουν σ’ ένα ποταμάκι σκάβοντας. Η κοινή λογική όμως έχει πάει περίπατο, οι απανταχού ηλίθιοι έχουν αποκτήσει άποψη επί παντός επιστητού και η ελευθερία μετατράπηκε σε ελευθεριότητα, στο όνομα της οποίας φτάσαμε να καταπιέζουμε τον εαυτό μας μη τυχόν και άθελά μας καταπιέσουμε κάποιον ηλίθιο. Θεωρήσαμε προοδευτική την ιδέα να δώσουμε δικαίωμα λόγου στον κάθε μαλάκα και τώρα το πληρώνουμε πολύ ακριβά. Όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών, ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, ελευθερία της έκφρασης, ισότητα, προστασία του περιβάλλοντος, καθετί προοδευτικό, φαίνεται σα να εκφράζεται μέσω της υστερίας ανθρώπων που δεν έχουν ιδέα τι είναι αυτό για το οποίο μιλούν, αφού οι άναρθρες κραυγές τους υπερκαλύπτουν κάθε λογικό συλλογισμό. Και το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ότι όλοι αυτοί μας πρήζουν τα μέζεα, αλλά ότι η συμπεριφορά τους οδηγεί τις κοινωνίες μας σένα ολοένα αντιδραστικότερο συντηρητισμό, ιδίως τις νεότερες γεννιές. Αυτή είναι και η χρησιμότητα όλων αυτών των ηλιθίων, οι προοδευτικές απόψεις να ταυτίζονται στη συνείδηση της κοινής γνώμης με την υστερία τους και στο τέλος αυτό που ακούγεται από την άλλη πλευρά να είναι, “Ρε άντε γαμηθείτε”, όχι απέναντι στην ηλιθιότητα βεβαίως αλλά απέναντι σε κάθε προοδευτική σκέψη.


Ειλικρινά δεν έχω ιδέα πως να διαχειριστώ όλη αυτή την κατάσταση. Οι περισσότεροι φίλοι μου με συμβουλεύουν να μην ασχολούμαι, να μη χαλάω τη ζαχαρένια μου, πως ο κόσμος δεν αλλάζει, πως ηλίθιοι θα υπάρχουν πάντα για να κάνουν τη ζωή μας χειρότερη. Πολλές φορές επιλέγω να φύγω, να μην ασχοληθώ. Άλλες πάλι δεν αντέχω, βάζω τις φωνές. Εγώ χαλιέμαι, εγώ γίνομαι κακός. Ίσως πάλι εγώ να είμαι ο ηλίθιος κι αυτοί μια χαρά προοδευτικοί άνθρωποι που θέλουν το καλό της κοινωνίας. Ίσως τελικά εγώ να είμαι ο συντηρητικός. Έχω αρχίσει να αμφιβάλλω και για τον ίδιο μου τον εαυτό.


Όμως δεν αντέχω άλλο την υστερία. Και δε την αντέχω γιατί τελευταίως έχει αρχίσει να παίρνει βιβλικές διαστάσεις παγκοσμίως. Τις προάλες έβλεπα ένα βίντεο με τρείς κοπέλες που καθάριζαν τον τοίχο ενός κτηρίου στην Ουάσινκτον, που κάποιος είχε γράψει πάνω του BLM. Μια υστερική φωνή ακούστηκε πίσω από τη συσκευή που κατέγραφε την εικόνα. Ζητούσε το λόγο από τις κοπέλες που καθάριζαν το σύνθημα κατηγορώντας τες πως δε νοιάζονταν για τις ζωές των μαύρων. Αναρωτήθηκα αν η ίδια φωνή θα καθάριζε το ίδιο σύνθημα από τον τοίχο του σπιτιού της ή θα το άφηνε ως ένδειξη συμπαράστασης. Αναρωτήθηκα από πότε ο καθαρισμός ενός συνθήματος συνιστά απαραίτητα πολιτική πράξη. Αναρωτήθηκα από πότε η υστερία αποτελεί ένδειξη ακτιβισμού.

 

Τώρα πάω να φάω γιαούρτι ν' ασπρίσω γιατί μαύρισε η ψυχή μου.

Ο Kazabubu...