Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Μαρμαρωμένοι έφηβοι

 

Δεν είναι καθόλου εύκολο να ζεις σε μια χώρα με μακρά ιστορία. Είσαι υποχρεωμένος να γνωρίζεις τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον τόπο αυτό και είναι τόσα πολλά. Τόσα συμπεράσματα, τόσες ιδέες, τόσοι άνθρωποι που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος στο οποίο ζεις. Είσαι υποχρεωμένος να τα γνωρίζεις, τουλάχιστον αν θέλεις, έστω και σε κάποιο μικρό βαθμό, να καταλαβαίνεις τι γίνεται γύρω σου. Καμιά φορά ζηλεύω τους Αμερικάνους. Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να είναι αδαείς ιστορικά, γεωγραφικά, πολιτικά. Κάποτε δύο κυρίες στη Νέα Υόρκη με ρώτησαν για την καταγωγή μου και όταν τους είπα πως είμαι Έλληνας μου απάντησαν πως ήθελαν πάρα πολύ να επισκεφτούν την Ελλάδα, για να δουν τις πυραμίδες.

Πραγματικά τους ζηλεύω τους Αμερικάνους, έχουν τόσα λίγα πράγματα να θυμούνται. Ένας εμφύλιος πόλεμος ήταν το γεγονός που διαμόρφωσε το έθνος τους και έκτοτε τον έχουμε δει σε τόσες τηλεοπτικές σειρές και ταινίες που είναι αδύνατο να τον ξεχάσουμε, ακόμα κι εμείς που ζούμε στην άλλη άκρη του κόσμου. Δε χρειάζεται κάποιος να γνωρίζει κάτι παραπάνω από τα ονόματα των προέδρων των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής για να ορκιστεί πολίτης τους. Δε χρειάζεται να γνωρίζει με ποιες χώρες συνορεύουν οι Ηνωμένες πολιτείες, δε χρειάζεται καν να γνωρίζει αν υπάρχουν άλλες χώρες στον κόσμο. Και συνήθως όταν ένας πολίτης των Ηνωμένων πολιτειών μιλά για την Αμερική δεν εννοεί την ήπειρο, αλλά τις Ηνωμένες πολιτείες. Σα να μην υπήρξαν ποτέ η Χιλή, το Μεξικό, η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, η Ουρουγουάη. Υπήρξε για λίγο καιρό η Κούβα, αλλά χάθηκε κι αυτή. Που να βρίσκεται η Κούβα; Ευτυχώς υπάρχει ο Καναδάς να τους θυμίζει πως έχουν γείτονες. Κι αυτό γίνεται μ’ ένα τρόπο τόσο φυσικό. Είναι ένα είδος συλλογικής συνείδησης γι αυτούς τους ανθρώπους.

Από την άλλη δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι Έλληνας. Αισθάνομαι πως δε μας καταλαβαίνει κανείς εμάς τους Έλληνες. Μερικές φορές δεν καταλαβαινόμαστε κι εμείς μεταξύ μας. Ίσως γι αυτό να έχουμε τόσους εμφυλίους πολέμους στην ιστορία μας. “Είμαστε έθνος ανάδελφον” είχε πει κάποτε ένας Έλληνας πολιτικός και μάλλον δεν είχε άδικο. Ίσως γι αυτό να μας αρέσουν τόσο πολύ οι μύθοι, γιατί πρέπει να θυμόμαστε τόσα πράγματα, οπότε τα κάνουμε μύθους για να τα θυμόμαστε πιο εύκολα. Κι έτσι η πραγματικότητα συχνά μπλέκεται με το μύθο και γίνεται ο μύθος πραγματικότητα και καθημερινότητα. Μεγαλώσαμε με τους μύθους μιας πάλαι ποτέ κραταιάς Ελλάδας της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και των επιστημών. Μιας Ελλάδας που μεταλαμπάδευσε σε τόσα άλλα έθνη τα φώτα του πολιτισμού, όπως κι αν τον εννοεί κανείς. Μιας Ελλάδας που υπήρξε αυτοκρατορία και μάθαμε να αναπολούμε αυτή την Ελλάδα και να ελπίζουμε να τη δούμε κι εμείς κάποτε στη λάμψη που γνώρισε στο παρελθόν. Σα να είναι αυτή η αναπόληση το μοναδικό εθνικό μας καθήκον. Ο μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά του Βυζαντίου, που όταν η Κωνσταντινούπολη ξαναγίνει Ελληνική θα ζωντανέψει και θα κυβερνήσει πάλι. “Περασμένα μεγαλεία και διηγόντας τα να κλαίς.”, λέει ο εθνικός μας ποιητής, σε κάποια στροφή του ποιήματος που έδωσε τα λόγια του στον εθνικό μας ύμνο. Τι έχει απομείνει από εκείνη την Ελλάδα σήμερα; Μαρμαρωμένους βασιλιάδες βέβαια δε συνάντησα ποτέ στη ζωή μου. Κάποτε όμως έτυχε να δω από κοντά μαρμαρωμένους εφήβους.

Ήταν πριν λίγα χρόνια στο Λονδίνο, όταν βρέθηκα για να παρακολουθήσω κάποιο σεμινάριο. Την τελευταία μέρα παραμονής μου εκεί, είχα λίγο ελεύθερο χρόνο και αποφάσισα να επισκεφτώ το Βρετανικό μουσείο. Έχοντας κάτι λιγότερο από τέσσερις ώρες στη διάθεσή μου περιορίστηκα στα μάρμαρα του Παρθενώνα. Κατευθύνθηκα στη γεμάτη κόσμο αίθουσα και άρχισα χωρίς να βιάζομαι να παρατηρώ τις ανάγλυφες παραστάσεις. Την προσοχή μου τράβηξαν οι έφηβοι ιππείς της δυτικής ζωφόρου. Έμεινα εκεί αρκετή ώρα αισθανόμενος την ένταση που εξέπεμπε η εικόνα. Ασυγκράτητοι νέοι πάνω στα πιο δυνατά άλογα, στην κορυφή της κορυφαίας γιορτής της αρχαίας Αθήνας. Αυτό που μου συνέβη δεν το είχα φανταστεί όταν έπαιρνα την απόφαση να επισκεφτώ το μουσείο. Συγκινήθηκα. Όχι γιατί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής μου κληρονομιάς βρίσκεται μακριά μου, αλλά γιατί αυτό το κομμάτι έχει στην πραγματικότητα ξεχαστεί στις μέρες μας. Εικόνες γεμάτων δύναμη και ορμή νέων, να χαίρουν της αναγνώρισης του κοινωνικού συνόλου, απουσιάζουν συστηματικά από τις καθημερινές παραστάσεις και τις μνήμες μου. Η αρχαία Αθήνα επέλεξε να τοποθετήσει στην κορυφή των αξιών τις πιο ορμητικές δυνάμεις της, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητά τους. Η σύγχρονη Ελλάδα επιλέγει ακριβώς το αντίθετο.

Στη χώρα μας θεωρείσαι παιδί μέχρι να φτάσεις τα τριάντα, κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά. Οι νέοι που χαίρουν αναγνώρισης είναι αυτοί με έφεση στην αποστήθιση, όραμα μια σίγουρη θέση στο δημόσιο, ένα ακριβό αυτοκίνητο με δόσεις. Αυτοί οι νέοι καλούνται συνετοί και προοιωνίζεται γι αυτούς μέλλον λαμπρό. Το κοινωνικώς αποδεκτό μοντέλο είναι αυστηρά καθορισμένο, χωρίς παρεκκλίσεις. Με το πρόσχημα της προστασίας απαξιώνεται κάθε προσωπική επιλογή. Πραγματικά θλίβομαι κάθε φορά που με ρωτούν πότε θα πιάσω μια "κανονική" δουλειά, σίγουρη, θεωρώντας το επάγγελμά μου χόμπι. Κάθε φορά που μου λένε να αγοράσω αυτοκίνητο και να αφήσω τη μοτοσυκλέτα, να φορέσω κουστούμι και να αποκτήσω "ωράριο" και "πρόγραμμα" σαν όλους τους άλλους. Θλίβομαι γιατί εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες που έχω να αντιμετωπίσω, έχω να υπερασπιστώ και τις επιλογές μου, ακόμα και το δικαίωμά μου στο να κάνω λάθος, το οποίο θεωρώ αναφαίρετο. Η κοινωνία μας είναι φοβισμένη, επιλέγει τη σιγουριά του εξασφαλισμένου από την αβεβαιότητα του αγνώστου. Το να φοβάσαι και να αναζητάς την εξασφάλιση βεβαίως δεν είναι φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας. Το να αναγάγεις όμως αυτή τη συμπεριφορά σε κοινωνική αξία και να απαξιώνεις οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική είναι. Η έξοδος από την παρακμή δεν είναι δυνατόν να έρθει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το να αποδεχτούμε όμως το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής και της μοναδικότητας της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι ένα πολύ καλό πρώτο βήμα.

Η Ελλάδα βρίσκεται από χρόνια σε κρίση. Η διαφορά είναι πως στις μέρες μας η κρίση αυτή δεν είναι μόνο κοινωνική. Οι σημερινοί, αντίστοιχοι με τους αρχαίους ιππείς των Παναθηναίων, Έλληνες έφηβοι επιλέγουν να μεταναστεύσουν. Ή τουλάχιστον πολλοί από αυτούς ονειρεύονται να το κάνουν. Κι εγώ τη μετανάστευση ονειρεύομαι κι ας έχω πάψει πια να είμαι έφηβος. Τι τραγική ειρωνία, από τη δυτική ζωφόρο, στη δύση. Οι “ιππείς”, αρχαίοι και σύγχρονοι, δε βρίσκονται πια στην Ελλάδα. Δεν υπάρχουν ιππείς εδώ. Κι αν υπάρχουν είναι κρυμμένοι ανάμεσα σε πλήθος “πεζών” ανθρώπων. Πολύς λόγος γίνεται εδώ και χρόνια για τα γλυπτά του Παρθενώνα και όχι άδικα. Όμως αισθάνομαι πως αυτοί οι νέοι, που για πολλές δεκαετίες στολίζουν το Λονδίνο, θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους όταν επιστρέψουν οι αξίες που χάθηκαν απ' αυτή. Θα επιστρέψουν μόνοι τους. Γιατί πατρίδα μας δεν είναι ο φυσικός τόπος, είναι αυτές οι αξίες.

Ας μείνουν λοιπόν στο Λονδίνο ή όπου αλλού θέλουν τέλος πάντων. Στο κάτω κάτω κανείς δε τους ρώτησε αν επιθυμούν να επιστρέψουν. Πως να ρωτήσεις όμως το μάρμαρο, μπορεί να σου απαντήσει; Κι αν δε μπορεί το μάρμαρο, μπορούν οι σύγχρονοι έφηβοι, “ιππείς” ή όχι, να το κάνουν. Κανείς δε τους ρώτησε κι εκείνους. Κανείς δε τους παίρνει στα σοβαρά. Τι θέλουν, τι ελπίζουν, τι θαυμάζουν, τι οραματίζονται; Ας μείνουν στο Λονδίνο, σαν τρόπαιο. Άλλωστε αν όλες οι πάλαι ποτέ αυτοκρατορίες αποσύρουν την πολιτιστική τους κληρονομιά από τις τροπαιοθήκες του Βρετανικού μουσείου, τι θ’ απομείνει να θυμίζει στη γηραιά Αλβιόνα πως υπήρξε μια αυτοκρατορία κι αυτή; Τι θ’ απομείνει να την κάνει να ξεχνά πως οι παλιές αυτοκρατορίες γίνονται προτεκτοράτα των νέων;

Μοιάζουν οι νεοέλληνες με τους Αμερικάνους. Όσο περνούν τα χρόνια μοιάζουν ακόμα πιο πολύ. Κι όσο κι αν τους ζηλεύω, καθώς προείπα, καθόλου δε θέλω να τους μοιάσω. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, δε λέω, μακάριοι κ’ οι Αμερικάνοι, μακάριοι κ’ οι νεοέλληνες. Αλλά να μου λείπει. Προτιμώ να ανακαλύπτω την ταυτότητά μου μόνος μου.

Που βρίσκεται όμως η Ελλάδα σήμερα;”, ρώτησα κάποτε ένα δάσκαλό μου. “Μα εκεί που βρισκόταν πάντα ασφαλώς”, μου απάντησε. Είχε επιστρέψει για λίγο καιρό στην Ελλάδα και βρεθήκαμε στην ακρόπολη. Τι περίεργο, δεν επισκέπτονται οι Έλληνες την ακρόπολη. Ίσως σε κάποια σχολική εκδρομή ή το πολύ πολύ για να συνοδέψουν κανένα φίλο τους από το εξωτερικό που θέλει να τη δει. Όμως ο δάσκαλος ήθελε να βρεθούμε στην ακρόπολη. Αυτή ακριβώς τη συζήτηση είχαμε εκεί. Τι είναι η Ελλάδα δάσκαλε; Η Ελλάδα είναι το διάχυτο Ελληνικό πνεύμα. Έτσι μου είχε πει. Είναι λοιπόν η ιδέα, που επιβιώνει ανά τους αιώνες. Και δεν είναι τυχαίο πως αυτή την άποψη είχαν οι Έλληνες την εποχή της ακμής της Ελλάδας. Πως Έλληνας είναι όποιος αισθάνεται Έλληνας. Όποιος έχει την παιδεία να αισθάνεται Έλληνας. Δεν έχει να κάνει με το αίμα, ούτε με την καταγωγή, έχει να κάνει με την ιδέα, τις αξίες που την αποτελούν και τη γνώση. Είναι μια προσωπική επιλογή. Ούτε η δημοκρατία, ούτε η φιλοσοφία, αλλά η ελεύθερη επιλογή ήταν το κληροδότημα της αρχαίας Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο.