Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Καλά στέφανα.

Γνώρισα την Κωσταντίνα την εποχή που είχα φύγει από την Αθήνα και ζούσα στα Λεχαινά. Η Αθήνα είχε τελειώσει για ‘μένα κι όσο κι αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως ίσως με κάποιο τρόπο ξαναγύριζα, βαθιά μέσα μου ήξερα πως αυτό ήταν μάλλον απίθανο να συμβεί. Την αγαπούσα την Αθήνα, είχα ζήσει εκεί πολύ όμορφες στιγμές, ήταν σημαντικός τόπος για μένα. Όμως δεν είχα δουλειά και δε μπορούσα να συντηρήσω τον εαυτό μου. Η οικονομική κρίση ήταν πλέον μια παγιωμένη κατάσταση, οπότε μετά από δεκαπέντε σχεδόν χρόνια πήρα την απόφαση να φύγω. Μετακόμισα στο παλιό πατρικό σπίτι του πατέρα μου που ήταν πλεον άδειο. Δεν είχα κάποιο σχέδιο, σκεφτόμουν να περάσω απλώς τους καλοκαιρινούς μήνες εκεί και να σκεφτώ τι θα έκανα αργότερα. Το καλοκαίρι τελείωσε κι εγώ παρέμεινα.
Με κάποιο περίεργο και καρμικό τρόπο βρέθηκα να παραδίδω μαθήματα ανάλυσης κειμένου και απόδοσης θεατρικού αναλογίου στην Παπαχριστοπούλειο βιβλιοθήκη της Αμαλιάδας. Μια από της μαθήτριές μου ήταν και η Κωσταντίνα. Παρά ένα μήνα συνομήλική μου, δίδασκε ως θεολόγος σε ένα κοντινό γυμνάσιο. Διέκρινα με την πρώτη ματιά πως επρόκειτο περί αυθεντικού και πηγαίου πνεύματος αντιλογίας, μου άρεσε κι όλας, οπότε μετά από λίγες κατ’ ιδίαν συναντήσεις βρέθηκα για ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι της κι έμεινα εκεί έξι μήνες. Το πράγμα προχωρούσε μεταξύ μας οπότε αποφασίσαμε, για οικονομικούς κυρίως λόγους, να μετακομίσουμε στο δικό μου σπίτι. Ήταν άλλωστε πλέον προφανές πως θα μέναμε για αρκετό καιρό μαζί.
Δεν είχαν περάσει λίγοι μήνες ακόμα όταν μου ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος. Το νεο με σάρωσε στην κυριολεξία, με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο. Ήμουν άνεργος, άφραγκος, χωρίς κανένα σχέδιο για το τι θα έκανα στη ζωή μου, χωρίς κάποια εναλλακτική και μάθαινα πως θα γινόμουν πατέρας. Δεν ειχα ιδέα πως θα το διαχειριζόμουν αυτό, τι θα έκανα, πως θα το έκανα, δεν ήξερα καν πως έπρεπε να αντιδράσω. Η Κωσταντίνα όμως με μια χαρακτηριστική και αξιοζήλευτη ψυχραιμία απλούστευσε τα πράγματα με τρόπο εξίσου σαρωτικό.
Σε λίγα χρόνια θα είμαι σαράντα. Ευκαιρία να κάνω παιδί ίσως να μην έχω άλλη. Εγώ θα το κρατήσω. Εσύ τώρα, είσαι ελεύθερος να κάνεις ό, τι θέλεις. Μπορείς να μείνεις και να το μεγαλώσουμε μαζί ή μπορείς να φύγεις. Θα μου το πεις τώρα όμως για να ξέρω κι εγώ τι θα κάνω.”
Τόσο απλά, καθαρά και ξάστερα, εννοούσε όσα έλεγε μέχρι τελευταίας πνοής.
Σκέφτηκα τον Οδυσσέα, τον απίστευτο εκείνο τυχοδιώκτη που έζησε την περιπέτεια στη ζωή του όσο κανείς άλλος θνητός. Αν αυτός τοποθετούσε την οικογένεια τόσο ψηλά στις αξίες του, τότε ίσως να μην ήταν και τόσο κακή ιδέα. Ακόμα και στο νησί της Καλυψώς έμεινε επτά χρόνια. Κάποιοι λένε πως το έκανε γιατί του άρεσε η Καλυψώ, κάποιοι άλλοι γιατί έκανε μαζί της ένα γιο, τον Τηλέγονο. Δεν ήξερα ποια εκδοχή να πιστέψω, χρόνια αργότερα όμως απ’ όταν πρωτοδιάβασα την Οδύσσεια, την προσοχή μου τράβηξε μια επιστημονική έρευνα που έλεγε πως κάθε παιδί έχει απόλυτη ανάγκη και τους δύο γονείς του, ειδικά τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής του, όταν διαμορφώνει το χαρακτήρα του. Από την άλλη ο Τηλέγονος υπήρξε η καταστροφή του βασιλείου της Ιθάκης. Ποιός ήξερε να μου πει? Ίσως ούτε κι ο Οδυσσέας ο ίδιος. Το παράδειγμα της οικογένειας που είχα ζήσει εγώ μέχρι τότε απείχε αρκετά από το να χαρακτηριστεί ιδανικό. Όπως και να ‘χε πάντως, μπορούσα την ίδια στιγμή να αποποιηθώ την ευθύνη, όμως επέλεξα να μείνω, όσο μπερδεμένος κι αν ήμουν.
Το πρώτο πρακτικό πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν καθαρά γραφειοκρατικό. Κι αν ένα παιδί έχει ανάγκη τους γονείς του από ψυχολογικής άποψης, αυτό δεν απασχολεί καθόλου το κράτος, επιβάλλεται εντούτοις να αναγνωριστεί από τον πατέρα του. Σε αντίθετη περίπτωση τα πράγματα περιπλέκονται ιδιαίτερα νομικά. Ρωτήσαμε τον πατέρα μου που ήταν πολλά χρόνια ληξίαρχος και μας εξήγησε όλη τη διαδικασία αναγνώρισης ενός παιδιού εκτός γάμου. Ήταν ένας μαραθώνιος από πιστοποιητικά και έγγραφα σε διάφορες υπηρεσίες που επικυρωνόταν τελικώς από εισαγγελική απόφαση. Σκέτος πονοκέφαλος. Χρήματα για θρησκευτικό γάμο δεν υπήρχαν κι επιπλέον η Κωσταντίνα δεν ήθελε να μπει στη διαδικασία του ούσα έγκυος. Μόνη λύση ήταν ο πολιτικός γάμος πριν γεννηθεί το παιδί με το θρησκευτικό να έρχεται αργότερα, με την πρώτη ευκαιρία.
Το δεύτερο πρακτικό πρόβλημα ήταν σε σχέση με τους γονείς. Η Κωσταντίνα ήταν αρκετά ανήσυχη σχετικά με το πως θα το έπαιρναν, ειδικά ο πατέρας της. Όταν τους ανακοίνωσε αρχικά τη σχέση μας είχε διατηρήσει κάποιες επιφυλάξεις, περισσότερο για το γεγονός ότι μέναμε μαζί. Ήταν μόλις είχαμε μετακομίσει στα Λεχαινά. Τους το είπε ένα απόγευμα που είχε πάει να τους επισκευτεί στην Πάτρα.
Εγώ αυτό δε το δέχουμαι”
Αμέσως μετά όμως κατέβηκαν και οι δύο στο υπόγειο κι άρχισαν να ψάχνουν τον καταψύκτη να βρουν κρέας για το τραπέζι στο μέλλοντα γαμπρό. Είχε πολλή πλάκα εκείνο το τραπέζι, έγινε το αμέσως επόμενο μεσημέρι.
-Μα να μη μας το πεις νωρίτερα να ψωνίσουμε.
-Λένη τι έχει?
-Μόνο κοτόπουλο.
-Δεν έχει μοσχάρι?
-Όχι.
-Μα να μη μας το πεις νωρίτερα να ψωνίσουμε. Κι αύριο είναι Κυριακή.
Ήμουν κι εγώ στην Πάτρα εκείνο το Σαββατοκύριακο, ήταν προμελετημένο. Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό, η Σαρακοστή μόλις είχε ξεκινήσει. Έβαλα όσο καλύτερα ρούχα είχα, ένα παντελόνι τζίν που δεν ήταν τριμένο και μια καλή μπλούζα, πήρα κι ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια δανεικά απ’ τον αδερφό μου και ξεκίνησα για το σπίτι τους. Στο δρόμο σταμάτησα να πάρω κι ένα γλυκό, μην πάω με άδεια χέρια. Δυσκολεύτηκα λίγο αλλά βρήκα σε κάποιο ζαχαροπλαστείο ένα κέικ νηστίσιμο. Το σπίτι το ήξερα, το είχα επισκευτεί κάποιο άλλο Σαββατοκύριακο εν τη απουσία τους στο χωριό. Ήταν ένα τριώροφο δεκαπενταετίας που είχαν δυσκολευτεί αρκετά να χτίσουν με δάνειο, στην κλασική λογική ένας όροφος για κάθε παιδί. Συνταξιούχοι πια του δημοσίου, είχαν ολοκληρώσει το ισόγειο και ζούσαν εκεί, ενώ οι άλλοι δύο όροφοι παρέμεναν ημιτελείς.
Στο μεγάλο σαλόνι, ενιαίο με την κουζίνα έβλεπες παντού εικονίσματα. Κάποτε τα μετρήσαμε για πλάκα με την Κωσταντίνα και τα βρήκαμε πάνω από τριάντα. Απέναντι από το τζάκι η τραπεζαρία και στην άλλη άκρη ένα σαλόνι στο οποίο δεν καθόταν ποτέ κανείς. Μόλις άνοιξε η εξώπορτα το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Ήπιαμε ένα καφέ και μετά καθίσαμε να φάμε. Δε μιλούσαμε πολύ, κάποιες συστάσεις είχαμε κάνει στην ουσία. Επικρατούσε μια συγκρατημένη αμηχανία. Ο μέλλων πεθερός μου με κοιτούσε όσο τρώγαμε. Προσπαθούσα να διατηρώ τους τύπους όσο μπορούσα. Κάποια στιγμή δεν άντεξε.
-Ξέρεις, εμείς εδώ ήμαστε λαϊκοί άνθρωποι.
Για μια στιγμή σάστισα.
-Εντάξει κι εγώ λαϊκός άνθρωπος είμαι. Τι έννοείτε?
-Πες το βρε παιδάκι μου τόση ώρα, που σε βλέπω και τρως το κοτόπουλο με το μαχαίρι και το πηρούνι και λεω “πως το κάνει?”. Πιάστο με το χέρι να το φχαριστηθείς.
Η μέλλουσα πεθερά μου δεν έφαγε κοτόπουλο, νήστευε. Μόνο λίγη ντομάτα και λίγο αγγούρι με αλάτι, χωρίς λάδι. Δεν ήταν κακοί άνθρωποι, ήταν απλοί, λαϊκοί. Τους είχα συμπαθήσει κι απ’ ότι μου είπε μετά η Κωσταντίνα με είχαν συμπαθήσει κι αυτοί.
Είχαν περάσει δυό τρεις μήνες από τότε. Τώρα έμενε να τους ανακοινώσουμε το άλλο νέο. Η Κωσταντίνα ήταν πια έγκυος και πρόκειτο να παντρευτούμε. Είχαν πει από καιρό πως θα μας ανταπέδιδαν την επίσκεψη στο σπίτι που ζούσαμε, ήταν πολύ καλή ευκαιρία. Βγήκα το πρωί στην αγορά να ψωνίσω. Βρήκα στο ψαράδικο πεντάφρεσκα καλαμάρια πελαγίσια, καραβίδες και μύδια. Αμέσως μετά στο μανάβη, μυρώνια καυκαλίδες, κρεμυδάκια, ντομάτες και μάραθο. Ήταν μια ακόμα περίοδος νηστείας και δεν είχα πολλές επιλογές. Έφτιαξα πιλάφι με θαλασσινά. Αντί για λάδι σώταρα ελιές και το αποτέλεσμα ήταν πέρα από κάθε προσδοκία.
Έφτασαν λίγο πρίν το μεσημέρι. Ήπιαμε ένα καφέ και καθίσαμε στο σαλόνι. Μιλήσαμε για λίγο και η Κωσταντίνα, κάνοντας μια μικρή εισαγωγή, προχώρησε στη μεγάλη ανακοίνωση, μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό, ψύχραιμο, απλό και σαρωτικό τρόπο που συνηθίζει να ανακοινώνει τα σημαντικά γεγονότα.
-Θέλουμε να σας ανακοινώσουμε κάτι. Είμαι έγκυος και αποφασίσαμε να παντρευτούμε.
Γνωρίζοντας την ανησυχία που είχε σχετικά με τον πατέρα της, είχα καρφωθεί πάνω του περιμένοντας την αντίδρασή του. Όμως δεν κινήθηκε καθόλου. Παρέμεινε εκεί, στην ίδια άνετη θέση που βρισκόταν στην άκρη του καναπέ, ακουμπισμένος πίσω, με το αριστερό χέρι του απλωμένο στη ράχη του επίπλου και παρατηρούσε. Περισσότερο προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, όμως παρέμεινε εντελώς ψύραιμος, σα να μην είχε ακούσει τίποτα. Ακολούθησε μια μικρή παύση και πριν προλάβει να μιλήσει κάποιος άλλος η Κωσταντίνα συνέχισε.
-Δεν είναι τίποτα, δύο υπογραφές χρειάζονται για να αναγνωριστεί το παιδί, ένα δύο μάρτυρες και αργότερα...
Τη διέκοψε η μάνα της που μέχρι εκείνη τη στιγμή για κάποιο λόγο απουσίαζε από το οπτικό μου πεδίο. Όλη εκείνη την ώρα κοιτούσα τον πατέρα της Κωσταντίνας και έριχνα και μερικές κλεφτές ματιές στην ίδια που όσο μιλούσε είχε ένα πλατύ χαμόγελο.
-Όχι, όχι, όχι.
-Τι όχι?
Γύρισα και την κοίταξα. Καθόταν στην άλλη άκρη του καναπέ, γυρισμένη ελαφρώς στο πλάι, δίπλα στον άντρα της. Φορούσε ένα γκρί ταγιέρ και η στενή της φούστα που έφτανε μέχρι τη γάμπα την εμπόδιζε να καθίσει άνετα. Στηριζόταν στην άκρη του μαξιλαριού με το βάρος της στα μάυρα χαμηλά τακούνια των παπουτσιών της, οι ώμοι της είχαν στραφεί προς τα εμπρός, ενώ το πρόσωπό της είχε στραφεί σε εντελώς παράλληλη θέση με το ταβάνι, πιέζοντας υπερβολικά τον αυχένα. Οι βολβοί των ματιών γυρισμένοι προς τα πάνω, προσπαθούσαν να μπουν στις κόγχες τους. Οι παλάμες της αγκάλιαζαν τα γόνατα, ενώ όλο της το σώμα είχε σφίξει σε ένα άκαμπτο τόνο απόλυτης και απερίγραπτης άρνησης.
-Όχι.
-Τι όχι?
-Είναι αμαρτία.
-Τι είναι?
-Α μα ρτί α.
Αυτό το τελευταίο κινητοποίησε ως και τον πατέρα της Κωσταντίνας, ο οποίος είχε ξαφνιαστεί ακόμα περισσότερο από την αντίδραση της γυναίκας του.
-Είναι αμαρτία.
-Ρε μαμά, αφού σου λέω, το κάνουμε για να αναγνωριστεί το παιδί. Μετά κάνουμε και το θρησκευτικό.
-Ό, ΧΙ.
-Δηλαδή τι θέλεις, να τρέχω στην εκκλησία με την κοιλιά τούρλα? Θα κάνουμε τον πολιτικό και μετά...
-Όχι.
-Εντάξει βρε Ελένη, αφού τώρα όλοι έτσι κάνουνε. Αφού σου λέει, μετά θα κάνουν και το θρησκευτικο.
-Είναι α μα ρτί α. Όχι.
Κάθε φορά που έλεγε όχι, ο αυχαίνας της συστρεφόταν όλο και περισσότερο προς τα πίσω, σε μια προσπάθεια να μη βλέπει ούτε να ακούει τι θέλαμε να της πούμε. Είδαμε και πάθαμε να την πείσουμε έστω και να το συζητήσει. Η Κωσταντίνα και ο πατέρας της δηλαδή, εγώ ούτως ή άλλως δεν είχα να πω πολλά, ούτε είχα ιδέα με ποιό τρόπο θα μπορούσα να βοηθήσω. Στο τέλος αρκέστηκε να πει “Εγώ πάντως δε συμφωνώ” και η συζήτηση μετά από ένα μικρό διάλλειμα πέρασε στο επόμενο επίπεδο.
-Που θα μείνετε?
-Δεν ξέρω, μάλλον θα μείνουμε εδώ μέχρι να κλείσουν τα σχολεία και μετά ίσως έρθουμε στην Πάτρα.
-Να έρθετε στην Πάτρα. Που θα μείνετε?
-Δεν ξέρω, φαντάζομαι θα νοικιάσουμε κάπου.
- Άκου να δεις τι θα κάνεις. Θα πάτε και θα πάρετε ένα δάνειο να φτιάξετε το σπίτι.
Ο πατέρας της Κωσταντίνας τινάχτηκε σα να τον είχε χτυπήσει ρεύμα.
-Δάνειο? Τι δάνειο?
-Δάνειο.
-Τι λες ρε Λένη, ξέρεις τι πα να πει δάνειο?
-Πως δεν ξέρω? Θα πατε να πάρετε ένα δάνειο.
-Πόσα λεφτά θα πάρουνε δάνειο?
-Δέκα χιλιάδες ευρώ.
-Και με δέκα χιλιάδες ευρώ θα φτιάξουνε σπίτι?
-Ρε μαμά, καλά σου λέει, με δέκα χιλιάδες θα φτιάξουμε το σπίτι?
-Θα βάλετε τα πλακάκια. Έχει τώρα πλακάκια στην αγορά φτηνά.
-Και τα υπόλοιπα? Πόρτες, κουφώματα, κουζίνα, ντουλάπια, σώματα καλοριφέρ?
-Θα τα φτιάξετε σιγά σιγά. Θα βάλετε τα πλακάκια και σιγά σιγά θα φτιάξετε τα υπόλοιπα.
-Και θα μένουμε σε σπίτι χωρίς πόρτες, κουζίνα και θέρμανση? Με μωρό παιδί? Τι λες τώρα?
-Και τι θα κάνετε, θα μένετε στο νοίκι.
-Ελένη, σπίτι με δέκα χιλιάρικα δε γίνεται.
-Καλά σου λέει ρε μαμά.
Η συζήτηση συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο για αρκετή ώρα. Τώρα πια η μέλλουσα πεθερά μου είχε εντελώς διαφορετική στάση. Είχε βγει από την πρότερη θέση άμυνας. Καθόταν και πάλι στην άκρη του μαξιλαριού του καναπέ με τα πόδια μαζεμένα μπροστά της, αλλά ο κορμός και το πρόσωπο είχαν έρθει πιο μπροστά, πάνω από τα γόνατα, οι ώμοι επίσης, τα μάτια της ήταν ορθάνοικτα και όλο το σώμα της χαλαρό. Ο πατέρας της Κωσταντίνας είχε ανασηκωθεί και είχε γυρίσει από πριν προς το μέρος της, ενώ η Κωσταντίνα είχε αρχίσει να παίρνει τη στάση του σώματος που είχε νωρίτερα η μάνα της. Εγώ παρακολουθούσα εμβρόντητος.
Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Αφού δεν οδηγούνταν πουθενά και ήμασταν όλοι κουρασμενοι, καταλήξαμε συμβιβαστικά στο γεγονός πως τα πλακάκια και το δάνειο δεν ήταν ζήτημα του παρόντος και συμφωνήσαμε να το συζητήσουμε, αν χρειαζόταν, κάποια στιγμή στο μέλλον. Και δεν ήταν όντως του παρόντος. Θα μεσολαβούσαν εκ των πραγμάτων πάρα πολλά άλλα θέματα μέχρι κάτι τέτοιο. Ακολούθησε μια παύση. Ο πατέρας της Κωσταντίνας θέλησε να σπάσει λίγο τον πάγο και να αλλάξει το θέμα. Δεν ήθελε να συζητήσει άλλο το ίδιο θέμα.
-Ο παππούς σου είναι αυτός?
Ξαφνιάστηκα λίγο, δεν υπήρχε πουθενά στο σαλόνι φωτογραφία του παππού. Προσπάθησα να καταλάβω που αναφερόταν και μου έδειξε με το βλέμα τη βιβλιοθήκη. Στη βιβλιοθήκη του σαλονιού ο πατέρας μου είχε μια φωτογραφία του Νίκου Ζαχαριάδη.
-Όχι, ο Ζαχαριάδης.
-Α.
Αισθάνθηκα πως δεν είχε ιδέα ποιός ήταν ο Ζαχαριάδης, για μια στιγμή παρασύρθηκα νοητά στην ιδέα να του εξηγήσω, όμως γρήγορα κατάλαβα πως δεν υπήρχε λόγος.
Είπαμε να καθίσουμε για φαγητό. Έβαλα το πιλάφι στα πιάτα, σέρβιρα κρασί και τόνισα πως δεν είχε λάδι.
-Αυτά τι είναι?
-Μύδια, φρέσκα.
-Δεν τα ξέρω, δεν τα τρώω.
-Καλά, μην τα τρως εσύ, θα τα φάω εγώ.
-Α, άβραστο είναι το ρύζι.
-Θέλετε να σας το φτιάξω στο τηγάνι?
-Μπα, όχι άστο.
Το ρύζι δεν ήταν άβραστο, απλά δεν ήταν παραβρασμένο. Όλο αυτό ήταν πολύ αυθόρμητο, δεν περιείχε καμιά διάθεση προσβολής, απλά ο πατέρας της Κωσταντίνας είχε πολύ συγκεκριμένες συνήθειες στο φαγητό, πράγμα για το οποίο ήμουν ενήμερος, οπότε δεν ξαφνιάστηκα. Η μάνα της πήρε τα μεγάλα μύδια που είχε αφήσει στην άκρη του πιάτου του και τα απόλαυσε ένα ένα. Της άρεσαν πολύ τα θαλασσινά. Άρχισε να μας λέει για την εποχή που ήταν μικρή και μάζευαν μύδια με τον πατέρα της στον Αχελώο.
-Τα ποταμίσια δεν είναι τόσο νόστιμα, όμως τα τρώγαμε συχνά. Αυτά εδώ είναι πολύ ωραία. Και ψάρια τρώγαμε, έφερνε ο πατέρας μου απ’ το Μεσολόγγι. Ο Ηλίας δε τα τρώει τα ψάρια.
-Δεν τα τρώτε κύριε Ηλία?
-Όχι, δε μ’ αρέσουνε.
-Κουταμάρες. Δεν τα τρώει γιατί φοβάται μην του κάτσει κανένα κόκαλο στο λαιμό.
-Γαρίδες είναι αυτές?
-Καραβίδες.
-Πολύ ωραίες, πολύ ωραίες. Είναι ένα καφενείο στην Πάτρα που πάω και πίνω καμιά μπυρούλα. Και φτιάχνει πολύ ωραίο γαριδοπίλαφο, στο φέρνει για μεζέ. Γαριδοπίλαφο. Να πάμε καμιά φορά.
-Να πάμε.
Ο Ηλίας είχε πέσει στο πιάτο και έτρωγε γρήγορα. Η Κωσταντίνα καθόταν δίπλα μου και δεν έτρωγε. Ίσως ήταν η εγκυμοσύνη, ίσως η διάθεσή της. Δεν είπε τίποτα πάντως και δε τη ρώτησα κι εγώ. Είχε αφήσει το μισό πιλάφι στο πιάτο της.
-Δεν πεινάς?
-Όχι πολύ.
-Θα το φας αυτό?
-Κύριε Ηλία, να σας βάλω λίγο ακόμα? Έχει πολύ στην κατσαρόλα.
-Όχι, άστο. Θα φάω αυτό.
Σέρβιρα λίγο ακόμα κρασί και ρώτησα αν ήθελε κανείς κάτι άλλο. Τελειώσαμε το φαγητό μας, μιλήσαμε λίγο ακόμα, μας αποχαιρέτισαν και έφυγαν. Μάζεψα τα πιάτα και τα έβαλα στο νεροχύτη. Γύρισα και κοίταξα την Κωσταντίνα. Στεκόταν όρθια στην άκρη της κουζίνας δίπλα στο τραπέζι και με κοιτούσε ακίνητη. Σκούπισα τα χέρια μου και πήγα κοντά της. Την αγκάλιασα και τη φίλησα στο μέτωπο.
-Κατάλαβες τι έγινε τώρα?
-Εσύ κατλαλαβες?
-Εγώ κατάλαβα πως της είπα πως είμαι έγκυος και παντρεύομαι κι αυτή μου έλεγε για πλακάκια.
-Μη στεναχωριέσαι Κωσταντίνα, μην το παίρνεις κατάκαρδα.
-Μα, πλακάκια?
-Αυτοί οι άνθρωποι έτσι έχουν μάθει να σκέφτονται. Δεν είναι κακοί άνθρωποι. Δες όμως τι επιλογές έκαναν στη ζωή τους.
-Πλάκάκια?
-Πλακάκια και τούβλα. Γι αυτούς, αυτό έχει μεγάλη αξία, τα πλακάκια και τα τούβλα. Πάντως ο πατέρας σου κράτησε πολύ καλή στάση.
-Ναι, πραγματικά. Κράτησε την καλύτερη στάση απ’ όλους. Το περίμενες αυτό?
-Δεν ξέρω, δε τον γνωρίζω τόσο καλά.
-Εγώ πάντως δε το περίμενα. Περίμενα ότι η μάνα μου θα κρατούσε ψύχραιμη στάση και ο πατέρας μου θα διαφωνούσε. Και έγινε το αντίθετο.
-Τελικά, πολλές φορές, ξέρουμε πολύ λιγότερα για τους ανθρώπους μας απ’ όσα νομίζουμε οτι ξέρουμε.
-Μα, πλακάκια?
-Κοίτα Κωσταντίνα. Αυτοί την έζησαν τη ζωή τους. Έτσι ήθελαν να τη ζήσουν και έτσι την έζησαν. Δικαίωμά τους στο κάτω κάτω και δε μας πέφτει και λόγος. Το θέμα είναι να ζήσουμε κι εμείς τη δική μας.
Έκανε πίσω το κεφάλι και με κοίταξε καλά στα μάτια.
-Αυτό που είπες ακριβώς. Να ζήσουμε κι εμείς τη δική μας. Μη τους αφήσουμε να μας κάνουν κουμάντο.
-Αυτό είναι στο χέρι μας, δεν είναι στο δικό τους.
Δεν είναι κακοί άνθρωποι. Είναι όμως λίγοι. Δεν έμαθαν ποτέ να ξεχωρίζουν τα σημαντικά από τα ασήμαντα στη ζωή. Και δεν είναι μόνο αυτοί, είναι όλη η γεννιά τους. Κι ο δικός μου πατέρας και η μάνα μου και οι περισσότεροι απ’ όσους γνωρίζω, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Έτσι έζησαν τη ζωή τους, γιατί έτσι τους είπαν να τη ζήσουν. Θέλουν βέβαια το καλύτερο για τα παιδιά τους, όμως θέλουν να τα βάλουν με το ζόρι στο δικό τους χαϊρι. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να μη τους αφήσουμε. Και να μην κάνουμε τα ίδια στα δικά μας παιδιά.