Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Ο πύργος του Μαντούβαλου.

 Την παρακάτω ιστορία θα τη μεταφέρω όπως μου την είπε ο φίλος μου Δ.Χ. ένα καλοκαίρι που κάναμε διακοπές στη Μάνη.


Ενώ απολαμβάναμε τη θάλασσα και τα ταβερνάκια, ο καλός φίλος Δ.Χ. ζήτησε να κάνουμε μια παράκαμψη και να βρεθούμε στους Άνω Μπουλαριούς, ένα χωριό πάνω από το Γερολιμένα. Δεν είχα φανταστεί το λόγο της επίσκεψης, ούτε και θα μπορούσα, μιας και όλες τις προηγούμενες μέρες δεν είχαμε απομακρυνθεί από τις παραλίες.


Το χωριό ήταν μικρό και πολύ γρήγορα βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα ψηλό πύργο.

-Παρατηρείς κάτι;

-Είναι πολύ ψηλός.

-Πόσο ψηλός;

-Δυο πατώματα.

-Ακριβώς. Είναι ίσως ο μόνος πύργος στη Μάνη με δύο ορόφους πάνω από το ισόγειο. Αυτός λοιπόν είναι ο πύργος του Μαντούβαλου.


Όταν ο Παπαφλέσσας έφτασε στην Πελοπόννησο και ήθελε να ξεφορτώσει τα όπλα που προόριζε για την επανάσταση, απευθύνθηκε αρχικά στο Μαυρομιχάλη. Οι αρχηγοί των φατριών διατηρούσαν εκείνη την εποχή τελωνεία που έλεγχαν όλα τα προϊόντα που διακινούνταν στην περιοχή τους, από τα οποία εισέπρατταν φόρους. Μόλις ο Μαυρομιχάλης άκουσε για όπλα και επανάσταση τον έδιωξε κατά μια εκδοχή ή του ζήτησε κάποιο εξωφρενικό ποσό το οποίο ο Παπαφλέσσας δε διέθετε. Προφανώς δεν είχε κανένα λόγο εκείνο το διάστημα να τα χαλάσει με κανέναν από τους συνεργάτες του.


Τότε ο Παπαφλέσσας απευθύνθηκε στο Μαντούβαλο, αντίπαλο ανερχόμενο δέος του Μαυρομιχάλη στην περιοχή. Ο Μαντούβαλος άρπαξε την ευκαιρία και δέχτηκε να ξεφορτωθούν τα όπλα στο τελωνείο του στο Γερολιμένα, δεχόμενος φυσικά το ανάλογο αντίτιμο αλλά ζητώντας κατά μια άλλη εκδοχή από τον Παπαφλέσσα να τον βάλει στο κόλπο. Ο Παπαφλέσσας απαλλοτρίωσε το παγκάρι του Γερμανού στη Λαύρα για να πληρώσει το Μαντούβαλο και τα όπλα ξεφορτώθηκαν. Μετά από αυτό το γεγονός φυσικά ο Μαυρομιχάλης δε θα μπορούσε να μείνει άπραγος. Έτσι έφυγε από την Αρεόπολη και πολιόρκησε τον πύργο του Μαντούβαλου.


Η πολιορκία κρατούσε μέρες και ο αγών ήταν αμφίρροπος. Στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα κι αν νικούσε ο Μαυρομιχάλης ο οποίος διέθετε και την υπεροπλία, θα έβγαινε από αυτή την ιστορία αρκετά αποδυναμωμένος. Έτσι λοιπόν μια ημέρα των ημερών, όταν μια από τις κόρες του Μαντούβαλου, κατά μια εκδοχή η τρίτη η μικρότερη η μοσχαναθρεμμένη, βγήκε με τη στάμνα να πάει να φέρει νερό, τις γυναίκες δε τις πείραζαν βάσει εθιμικού δικαίου, ο Μαυρομιχάλης ζήτησε διαπραγμάτευση. Οι όροι ήταν απλοί.

Μου τη δίνεις νύφη και η πολιορκία λύνεται”.

Σου τη δίνω, αλλά θα μου χτίσεις άλλο ένα πάτωμα στον πύργο”.

Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε η επανάσταση σύμφωνα με την ιστορία.

Και κάπως έτσι οι Μανιάτες επέκτειναν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες αργότερα στο λιμάνι του Πειραιά, αφού πλέον οι φατρίες τα είχαν βρει.


Ιστορικός δεν είμαι, ούτε κατάφερα ποτέ να επιβεβαιώσω τα γεγονότα. Ίσως η ιστορία αυτή να είναι ένα παραμυθάκι που λέγαν στη Μάνη για να τρώνε τα παιδάκια το φαΐ τους. Βέβαια ο φίλος μου είναι σόι με τους Μαντούβαλους και μου είπε πως την ιστορία την ξέρει από την οικογένεια. Όπως και να ‘χει εμένα μου φαίνεται πέρα ως πέρα αληθινή. Ταιριάζει αφ’ ενός με το χαρακτήρα της επανάστασης, ταιριάζει και με το αθάνατο Ελληνικό πνεύμα που διέπει τον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό βίο της χώρας ως σήμερα. Στο μυαλό μου εξηγούνται μέσα από αυτή την ιστορία πολλά. Αισθάνομαι πως αυτή η μικρή ιστορία περιγράφει τέλεια όλη τη νεότερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Μαφιόζοι που τρώγονται μεταξύ τους και τα βρίσκουν. Ένα πολιτικό σύστημα συνυφασμένο με αυτή την κατάσταση κι ανάμεσά τους διάφοροι τυχοδιώκτες και διάττοντες αστέρες που προσπαθούν κατά καιρούς να αναλάβουν ρόλους σ’ αυτό το αλλόκοτο και διόλου καλαίσθητο υφαντό.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Para ponzi

Άμα ‘ρθεις ποτέ στην Πάτρα

παρά πόντζι πόντζι πο

να ‘χεις κάνει πρώτα λάτρα

παρά πόντζι πόντζι πο

να ‘χεις κάνει πρώτα λάτρα, μη σε λένε ακαμάτρα

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Άμα βγεις στο καρναβάλι

παρά πόντζι πόντζι πο

θα σου φύγει το κεφάλι

παρά πόντζι πόντζι πο

Πρόσεξε λιγάκι όμως, μη σου φύγει πρώτα ο κώλος

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Στην Αρόη και στου Τζόλα

παρά πόντζι πόντζι πο

όποιος πάει βρίσκει απ’ όλα

παρά πόντζι πόντζι πο

Στην Αρόη και στου Τζόλα, όποιος πάει βρίσκει απ’ όλα.

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Βρίσκει κότες βρίσκει γάλους

παρά πόντζι πόντζι πο

Βρίσκει κότες βρίσκει γάλους

παρά πόντζι πόντζι πο

Βρίσκει κότες βρίσκει γάλους, βρίσκει πούστηδες μεγάλους.

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Πάρε άντρα από το Κάστρο

παρά πόντζι πόντζι πο

στη ζωή σου να ‘χεις άστρο

παρά πόντζι πόντζι πο

Πάρε κι απ’ τα Ψηλαλώνια, να τον κυνηγάς αιώνια

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Πάρε άντρα απ’ το Κουκούλι

παρά πόντζι πόντζι πο

να τον κυνηγάνε ούλοι

παρά πόντζι πόντζι πο

Και γυναίκα απ’ του Μαρούδα, που χει λίρες μες τη Γούβα

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Πάρε άντρα απ’ το Ζαβλάνι

παρά πόντζι πόντζι πο

βράδυ και πρωί να κλάνει

παρά πόντζι πόντζι πο

Νύφη από την Περιβόλα, πιο παχιά κι απ' τη μπριτζόλα

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Πάρε άντρα από την Κούτσα

παρά πόντζι πόντζι πο

Πάρε άντρα από την Κούτσα

παρά πόντζι πόντζι πο

πάρε κι απ’ το Βλατερό να ‘χει λόγο τρομερό

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Πάρε άντρα από του Ψάχου

παρά πόντζι πόντζι πο

να φωνάζεις άχου άχου

παρά πόντζι πόντζι πο

Και γυναίκα απ’ το Μαρκάτο να ‘χει πισινό αφράτο

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Απ’ του Χάχαλη το ούζο

παρά πόντζι πόντζι πο

να μου φέρνεις να σε λούζω

παρά πόντζι πόντζι πο

Κι αν δε θέλεις θα το πίνω, τέτοιο ούζο δε το χύνω

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Ο παπάς από του Μπάλα

παρά πόντζι πόντζι πο

κυνηγούσε μια δασκάλα

παρά πόντζι πόντζι πο

Ο παπάς από του Μπάλα κυνηγούσε μια δασκάλα

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Κ’ η δασκάλα δεν καθόταν

παρά πόντζι πόντζι πο

κι ο παπάς την καταριόταν

παρά πόντζι πόντζι πο

Κ’ η δασκάλα δεν καθόταν, κι ο παπάς την καταριόταν

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Κάτσε μου ευλογημένη

παρά πόντζι πόντζι πο

και την έχω αγιασμένη

παρά πόντζι πόντζι πο

Κάτσε μου ευλογημένη και την έχω αγιασμένη

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Άμα κάτσεις να τη φας

παρά πόντζι πόντζι πο

στον παράδεισο θα πας

παρά πόντζι πόντζι πο

Άμα κάτσεις να τη φας, στον παράδεισο θα πας

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Και στην κόλαση να πάω

παρά πόντζι πόντζι πο Δις

Και στην κόλαση να πάω, από ‘σε δε θα τη φάω

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Προεστοί και βουλευτάδες

παρά πόντζι πόντζι πο

είναι όλοι κερατάδες

παρά πόντζι πόντζι πο

είναι όλοι κερατάδες και τους γλύφουν οι φυλλάδες

Νταμλαμέ μπιό ντίντα νταμλαμέ μπιό ντα

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Προσχέδιο

Κεφάλαιο Ι Στην εξορία -Δηλαδή για να καταλάβω, οι Άγγλοι τι πρόβλημα είχαν να κατεβάσουν στρατό στην Πελοπόννησο; Όπου ήθελαν κατέβαζαν στρατό. -Δεν είναι τόσο απλό, δε μπορούσαν να ανοιχτούν σ’ όλα τα μέτωπα. Επίσης με τον ΕΛΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ να σκοτώνονται το σχέδιό τους για απόβαση δεν είχε καμιά ελπίδα. -Κι ο Βελουχιώτης που κολλάει; -Μετά τη συμφωνία της “Πλάκας”, -Της πλάκας; Χα χα χα, τι όνομα είναι αυτό για συμφωνία; -Σε πληροφορώ δεν είχε καθόλου πλάκα. -Και γιατί την είπαν έτσι; -Γιατί έγινε στο χωριό με το ίδιο όνομα. -Εκεί που το ποτάμι πήρε το γεφύρι κι έκλαιγε ο Τσίπρας; -Ναι εκεί. Ο Βελουχιώτης βγήκε και τους είπε πως στην ουσία ο μόνος που έβγαινε κερδισμένος ήταν ο Ζέρβας. -Γιατί; -Γιατί ο ΕΛΑΣ προέλαυνε κι ο Ζέρβας είχε μείνει πίσω. -Γι αυτό τον φάγανε. -Κατ’ αρχήν δε το ξέρουμε επίσημα. -Έλα τώρα ρε, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια. Πότε τον φάγανε; -Τρεις μήνες αργότερα. -Κι έτσι κάνανε την απόβαση στην Πάτρα. -Ναι, το σχέδιο “κιβωτός”. -Η κιβωτός του Νώε. -Ακριβώς. -Έτσι λεγόταν το σχέδιο; -Ναι “Κιβωτός του Νώε”. -Θα μας τρελάνεις; Κιβωτός του Νώε, συμφωνία της πλάκας, ιστορία της πλάκας. Δεν αφήνετε τις μαλακίες να πούμε για καμιά γκόμενα; Έχει μείνει καθόλου τσίπουρο; -Εδώ το λένε σούμα μάστορα. -Αυτή τη μαλακία, έχει μείνει καθόλου; -Ναι ρε, κάτσε να μας πει, που θα τα ξανακούσεις αυτά; Λέγε επιστήμονα. -Μαλάκες εγώ την κάνω, έχει πάει αργά και θα μας φύγει ο κώλος αύριο στην κουζίνα. -Καληνύχτα. -Λοιπόν, τα υπόλοιπα τα ξέρετε, οι Άγγλοι έφτασαν μέχρι την Αθήνα, μετά είχαμε τα Δεκεμβριανά, ήρθε ο Παπανδρέου από το Κάιρο, σήκωσε τη σημαία στην ακρόπολη, βασιλιάς, Καραμανλής, τανκς, πολυτεχνεία, ΕΟΚ, Παπανδρέου, Μητσοτάκης και δε συμμαζεύεται. -Α γεια σου, κάτσε τώρα εσύ στην ειδική οικονομική ζώνη να δουλεύεις για πεντακόσια ευρώ στο ξενοδοχείο. Γι αυτό θέλω να τα μάθω ρε, για να ξέρω τι μου γίνεται. Άμα δεν είχαν φάει το Βελουχιώτη οι Άγγλοι τώρα θα ήταν αλλιώς. -Πως θα ήταν ρε μαλάκα; Πάλι μπανανία θα ήμασταν. -Ναι, αλλά αλλιώς. -Τι αλλιώς ρε μαλάκα, στα Βόρεια δεν είδες τι έγινε; Οι δικοί μου κατέβηκαν στην Αθήνα με τα ρούχα που φορούσαν, γαμώ το Βελουχιώτη σου κ’ η ξαδέρφη μου μιλάει Γιουγκοσλάβικα και το διαβατήριό της λέει Μακεδονία. -Αλήθεια ρε Μήτσο, στο Βορά τι έγινε; -Τι έγινε; Κατέβηκαν οι σοβιετικοί. -Ναι. Πως κατέβηκαν; -Όταν κατέβασαν οι Άγγλοι στρατό στην Πελοπόννησο, ο Στάλιν το θεώρησε πρόκληση και άρχισε να δίνει όπλα στους αντάρτες. -Μέχρι τότε δεν έδινε; -Όχι. Στη συμφωνία της Γιάλτας το έκανε θέμα, αλλά δεν έδωσε. Τουλάχιστον επίσημα. -Ναι αλλά μετά μπήκανε με τανκς και αεροπλάνα. -Το ‘49 μετά την πέμπτη ολομέλεια του ΚΚΕ. Μέχρι τότε έδιναν όπλα στους αντάρτες μέσω του Τίτο. Πρώτα τους έδιναν όπλα που άφησαν οι Γερμανοί στο Κούρσκ για να μη φαίνονται οι ίδιοι. -Ναι, ήξεραν οι αντάρτες να πετάνε αεροπλάνα. -Περίμενε ρε, μην πηδάς από τη μια δεκαετία στην άλλη, κάτσε να μας πει. Αρχικά υπήρξε δημοκρατία Βορείου Ελλάδος, έτσι δεν είναι ρε Μήτσο; -Από Καβάλα μέχρι Νάουσα, υπό το ΚΚΕ και το Ζαχαριάδη. -Και τα υπόλοιπα; -Ξάνθη, Ροδόπη, Έβρος στη Βουλγαρία, Έδεσσα, Φλώρινα, Καστοριά, Πτολεμαΐδα στη Γιουγκοσλαβία, Κόνιτσα, Ηγουμενίτσα, Κέρκυρα στην Αλβανία κι ο ΕΔΕΣ κράτησε μέχρι Γιάννενα-Μέτσοβο κι έγινε η δημοκρατία Νοτίου Ελλάδος. -Αλλά πως ρε Μήτσο; Υποτίθεται θα γινόταν όλο Βόρεια Ελλάδα. -Ναι, αρχικά οι άλλες σοβιετικές δημοκρατίες ήταν εγγυήτριες στην περιοχή. Το σχέδιο υποτίθεται πως ήταν να ενοποιηθούν τα πρώην Βόρεια Ελληνικά εδάφη υπό μια σοσιαλιστική δημοκρατία όταν θα σταθεροποιούταν η κατάσταση. -Και πως ακριβώς κατέληξε η Θεσσαλονίκη στη Γιουγκοσλαβία; -Όταν πέθανε ο Στάλιν οι δικοί μας άρχισαν να σφάζονται. -Στη Θεσσαλονίκη; -Ναι. Ο πρώην δημοκρατικός στρατός που είχε γίνει τακτικός και η αστυνομία που ήταν του Ζαχαριάδη. -Και τα ‘βαλε η αστυνομία με το στρατό; -Δεν ήταν απλή αστυνομία, στρατός ήταν κι αυτοί. -Και τι έγινε; -Τα πήραν οι σοβιετικοί στο κρανίο, σου λέει αυτοί είναι μαλάκες. Κι έστειλε ο Χρουτσώφ τον Τίτο να τελειώσει την εξέγερση. -Ήταν εξέγερση; -Όχι ρε, έτσι το είπαν, για να σφίγγουν οι κώλοι. -Καλά, με τον Τίτο δε τα είχαν σπάσει; -Με τον Τίτο τα είχε σπάσει ο Στάλιν, γιατί μπήκε στην Ελλάδα ενώ υποτίθεται θα έδινε μόνο όπλα. -Έτσι έφτασε ο Ζαχαριάδης στη Θεσσαλονίκη; -Περίπου. Έγινε ολόκληρη ιστορία που του παίξανε οι Βούλγαροι, γιατί αυτοί του μετέφεραν τη γραμμή του Στάλιν. -Και μετά ο Ζαχαριάδης; -Μετά ο Ζαχαριάδης βρέθηκε στο Μποροβίτσι να βόσκει τα δέντρα. -Πάντως εγώ το πιστεύω, αν δεν είχαν μπει οι Άγγλοι θα ήμασταν αλλιώς. -Δηλαδή πως θα ήμασταν; Θα μιλούσαμε κι εμείς Γιουγκοσλάβικα; -Όχι ρε μαλάκα, κατ’ αρχήν μην πετάγεσαι, μιλάω με τον επιστήμονα. Θα ήμασταν αλλιώς, δεν ξέρεις, μπορεί να μιλούσαν στη Γιουγκοσλαβία Ελληνικά ή στην Αλβανία. Μπορεί να ήταν και η Βόρεια Ελλάδα μαζί με τη Νότια. -Πως ρε ηλίθιε; Οι Άγγλοι θα έμπαιναν ούτως ή άλλως, αφού δικοί τους σύμμαχοι ήμασταν, δεν ήμασταν των Ρώσων. Και στη Γιάλτα που λέει ο Μήτσος από δω ότι ο Στάλιν το ‘κανε θέμα, τελικά συμφώνησε. -Λες μαλακίες. -Ρε άντε γαμήσου που λέω μαλακίες, παπάρα, σου ‘χουνε πιπιλήσει το μυαλό οι Τροτσκιστές εκεί που ‘χεις μπλέξει στην Αθήνα. -Να τους αφήσεις ήσυχους τους Τροτσκιστές, είναι το μόνο κόμμα που λέει την αλήθεια. -Μαντρί για να σε φακελώνουν είναι ρε κόπανε, κάθομαι και κουβεντιάζω μαζί σου, κρετίνε. Πάω για ύπνο, βαρέθηκα. -Καληνύχτα αγάπη μου. Ο Λέων Τρότσκι να ευλογεί τα όνειρά σου. -Άντε γαμήσου ρε. Τράβα πέσε για ύπνο, θα σέρνεσαι αύριο. -Έρχομαι αγάπη μου. Δωσ’ μου ένα φιλάκι. -Τράβα ρε. -Μήτσο έρχεσαι; -Τώρα παιδιά, τελειώνω το τσίπουρο κι έρχομαι. Ο Μήτσος έμεινε στο μικρό μπαλκονάκι στην ησυχία της καλοκαιρινής νύχτας και κάπνιζε. Είχε πάει αργά και το τσίπουρο τον είχε πειράξει λίγο. Έμεινε μόνος με τις σκέψεις του. Δεν ήταν πάντα έτσι, είχε ξεκινήσει τη ζωή του με άλλες προσδοκίες. Τελείωσε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο και ξεκίνησε να δουλεύει σε μια εφημερίδα της Αθήνας, είχε όνειρο να γίνει πολιτικός συντάκτης. Πολύ γρήγορα βρέθηκε από τη λάτζα της αποδελτίωσης να έχει μια δική του μικρή στήλη που σχολίαζε χιουμοριστικά την επικαιρότητα. Οι περισσότεροι παλιοί συντάκτες αρχικά είχαν αντιδράσει. Πως είχε βρεθεί δηλαδή το κωλόπαιδο να έχει δική του στήλη και μάλιστα άρθρο γνώμης, δε μπορούσαν να το χωνέψουν. Κάποιοι άλλοι τον υποστήριζαν, συζητούσαν μεταξύ τους πως ο μικρός είχε πολύ καλή πένα. Μαζί κι ο αρχισυντάκτης ο “μπάρμπα Νιόνιος” με τ’ όνομα, που τον αγαπούσε σα γιο του. Μάλιστα τον έλεγε γιο του μπροστά στους υπόλοιπους για να τον πειράξει. Τον προσφωνούσε “Υιέ μου, υιέ μου” κι ο Μήτσος ντρεπόταν. Έκανε και ραδιόφωνο ο Μήτσος, αλλά μετά τον χτύπησε η κρίση. Αρχικά προσπάθησε να φύγει στο εξωτερικό αλλά δεν τα κατάφερε. Τώρα στα σαράντα του είχε γίνει μάγειρας και δούλευε σ’ ένα ξενοδοχείο all inclusive στην Ρόδο, στην ειδική οικονομική ζώνη Νοτιοανατολικού Αιγαίου. Έπαιρνε πεντακόσια πενήντα ευρώ καθαρά μαζί με το επίδομα τέκνου και κάτι λίγα μαύρα. Τα περισσότερα τα έστελνε στην Πάτρα, ήταν παντρεμένος με ένα παιδί, είχε να δει την οικογένειά του εδώ και πέντε μήνες. Του έμεναν ακόμα δύο μήνες στο νησί, μετά θα γύριζε για λίγο πίσω και μετά πάλι επτά μήνες στην εξορία. Το μεροκάματο που θα έπρεπε να πάρει στο σπίτι του αναγκαζόταν να τρέξει στην άλλη άκρη της χώρας για να το βρει. Η ανεργία είχε σαρώσει τα πάντα, ο τουρισμός ήταν από τους λίγους τομείς που δεν είχαν πεθάνει ακόμα. Κάποιοι άλλοι που δούλευαν στην ειδική ζώνη του κεντρικού Αιγαίου, στη Σαντορίνη και τη Μύκονο, έβγαζαν λίγο περισσότερα. Αλλά εκεί οι συνθήκες ήταν ακόμα χειρότερες και για να πας να δουλέψεις σ’ αυτά τα νησιά ήθελες σημείωμα από βουλευτή της κυβέρνησης κι ο Μήτσος δε το είχε. Έτσι τώρα έμενε στο δωμάτιο του παλιού ξενοδοχείου που μίσθωνε η πολυεθνική για την οποία εργαζόταν, μαζί με άλλους τρεις μάγειρες και μόνη του διασκέδαση εκείνο το τσίπουρο τα βράδια στο μπαλκόνι, που το έπαιρναν με χίλιες προφυλάξεις από ένα τσοπάνη στο διπλανό χωριό. Δεν ήταν και πολύ καλό, ο τσοπάνης το έφτιαχνε μόνος του κρυφά στη στάνη και μύριζε λίγο άσχημα. Μετά το τρίτο ποτήρι σε ζάλιζε κι έπρεπε να θυμάσαι να πίνεις πολύ νερό για να μην έχεις πονοκέφαλο την άλλη μέρα. Όμως ήταν φτηνό, το έπαιρναν πέντε ευρώ το κιλό. Αν έπαιρναν τυποποιημένο θα ήθελαν τριάντα ευρώ για ένα μπουκάλι μισόκιλο, δε συνέφερε με τίποτα. Η φορολογία στο αλκοόλ και τα τσιγάρα είχε φτάσει εξήντα τοις εκατό. Οι αλλοδαποί τουρίστες της ζώνης όταν έφευγαν έπαιρναν επιστροφή φόρου, το ίδιο όμως δεν ίσχυε για τους Έλληνες, οπότε τσοπάνη και πάλι τσοπάνη. Οι πιτσιρικάδες έπιναν και κανένα τσιγάρο που αγόραζαν από τους ντόπιους που δούλευαν στο ξενοδοχείο. Όλοι έπιναν δηλαδή εκτός από το Μήτσο, όχι επειδή δε του άρεσε αλλά γιατί ήταν κι αυτό πανάκριβο. Οι ντόπιοι δεν έδειχναν καμιά οικονομική αλληλεγγύη στους ξένους συναδέλφους τους. Έπαιρναν ρίσκο βέβαια με αυτό που έκαναν, θα μπορούσαν όμως να ζητήσουν κάτι λιγότερο από είκοσι ευρώ για ένα γραμμάριο κακής φούντας, που ανάθεμα κι αν ήταν γραμμάριο δηλαδή, τους έγδερναν κανονικά. Ο Μήτσος τα κράταγε τα λεφτά του για να τα στέλνει στο σπίτι, το σκατό του παξιμάδι έκανε. Χάζευε τους τοίχους στο μπαλκόνι, ήταν κατακίτρινοι και μουχλιασμένοι, είχαν ραγίσει από τα χρόνια. Τα μπετά ήταν φουσκωμένα από την υγρασία και μέσα από τις ρωγμές έβγαινε σκουριά. Ο κήπος του ξενοδοχείου ήταν γεμάτος ξερά χορτάρια. Στην πίσω πλευρά είχε και μια παλιά πισίνα καλυμμένη ως πάνω με χώμα. Όταν δούλευε εκείνο το ξενοδοχειάκι θα πρέπει να ήταν πολύ γουστόζικο, όμως τώρα είχε ρημάξει τελείως. Κάποιος από το χωριό του είχε πει πως ήταν οικογενειακή επιχείρηση και πως πήγαινε πολύ καλά. Είχε κλείσει πριν χρόνια, όταν ξεκίνησαν οι ειδικές οικονομικές ζώνες τη δεκαετία του ενενήντα και σήμαναν στην ουσία την αρχή του τέλους και για την τελευταία οικογενειακή επιχείρηση. Μόνο κανένα ψιλικατζίδικο έμενε να το έχουν οι ντόπιοι, κανένα σουβλατζίδικο, κανένα καφενείο ή κανένα μπακάλικο κι αυτά όσα είχαν απομείνει από παλιά. Όλα τα άλλα μαγαζιά ήταν ξένα. Η νομοθεσία ζητούσε εγγυητικές επιστολές πολλών χιλιάδων ευρώ από τράπεζα για ν’ ανοίξεις επιχείρηση μέσα σε ζώνη και φυσικά τέτοια δεν έπαιρνε κανένας, οπότε ουσιαστικά δεν εκδίδονταν άδειες για καινούριες επιχειρήσεις σε ντόπιους. Εκτός βέβαια κι αν κάποιος είχε σύσταση από κάποιο υπουργό. Οι ντόπιοι τώρα ασχολούνταν λίγο με την κτηνοτροφία, λίγο με τα αγροτικά, αλλά οι περισσότεροι έτρεχαν στα ξενοδοχεία. Ο Μήτσος σκεφτόταν τη σχολή του, το μπαράκι που δούλευε στα Εξάρχεια όταν ήταν φοιτητής, τα πρώτα χρόνια στην εφημερίδα, το μπάρμπα Νιόνιο, που να ήταν τώρα ο μπάρμπα Νιόνιος; Το σπίτι του στην Αθήνα, τα τσιγάρα που έπινε τότε, τα λεφτά που έπαιρνε, τα όνειρα που έκανε. Τώρα δεν έκανε όνειρα. Τράβηξε την τελευταία γουλιά τσίπουρο που είχε στο ποτήρι του και πήγε να ξαπλώσει. Οι πιτσιρικάδες κοιμόντουσαν ήδη. Τον κορόιδευαν που ήταν πιο μεγάλος και ήταν ακόμα Β’ μάγειρας στην ηλικία του, όμως τους πρόσεχε στην κουζίνα. Τώρα αυτά ήταν τα δικά του παιδιά στη δουλειά, όπως είχε εκείνον ο μπάρμπα Νιόνιος. Βέβαια οι τσογλαναρέοι δε ντρεπόντουσαν καθόλου, μάλιστα τον έλεγαν και “μάνα του λόχου”. Σ’ εκείνον όμως έτρεχαν κάθε φορά που τους στρίμωχνε κανένας στη δουλειά κι εκείνος ήταν που καθάριζε πάντα για πάρτη τους. Μαζί του συζητούσαν ότι τους απασχολούσε, από γκόμενες και δουλειές μέχρι για τα πολιτικά τον συμβουλεύονταν. Όπως ο Κωστάκης απ’ την Αθήνα που τον ρωτούσε συνέχεια για το αντάρτικο. Ήταν γραμμένος στους Τροτσκιστές ο Κωστάκης, το ‘χε πάρει ζεστά, ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο. Δεν ήξερε ούτε τα βασικά ακόμα και είχε βαλθεί να μάθει όλη τη σύγχρονη Ελληνική ιστορία από το ίντερνετ. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι εκείνα τα παιδιά ενδιαφέρονταν για την πολιτική, σε αντίθεση με τη γενιά του Μήτσου. Ο Μήτσος τράβηξε το σεντόνι και γύρισε πλευρό. Τον περίμενε δύσκολη μέρα στην κουζίνα. Κάθε μεσημέρι σχολούσε στις δύο, επέστρεφε στο δωμάτιο, έκανε ένα μπάνιο κι έπεφτε για ύπνο για κανένα δίωρο. Μόλις ξυπνούσε έπαιρνε το παλιό ΜΖ και κατέβαινε στα Στεγνά. Ήταν ένα μικρό ψαροχώρι που δεν είχε πολύ τουρισμό, ήταν η πιο κοντινή παραλία. Εκεί είχε πιάσει φιλίες μ’ ένα ψιλικατζή που του είχε δώσει τον κωδικό από το wifi του μαγαζιού κι ο Μήτσος έπαιρνε τη γυναίκα του στο σκάιπ. Κουβέντιαζε καμιά φορά και με τον ψιλικατζή, ίσως έπαιρνε και καμιά μπύρα και πήγαινε στην θάλασσα για μπάνιο. Πολύ του άρεσε του Μήτσου το μπάνιο. Καμιά φορά ερχόταν και κανένας από τους πιτσιρικάδες μαζί του. Εκείνη τη μέρα είχε έρθει ο Γιωργάκης. Έριξαν μια βουτιά στη θάλασσα, βγήκαν και κάθισαν στα βότσαλα να καπνίσουν. -Εσύ τι πιστεύεις; Αν δεν είχαν έρθει οι Άγγλοι τι θα γινόταν; -Τι έγινε Γιωργάκη, έχεις κι εσύ πολιτικές ανησυχίες; -Όχι ρε Δημήτρη, αλλά το σκέφτομαι συχνά. Ο παππούς άμα άκουγε για την Καλαμαριά σκοτείνιαζε. Μια φορά τον είχα δει να κλαίει. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις ενενήντα χρονών άνθρωπο να κλαίει; Γι αυτό το σκέφτομαι. Εσύ τι λες να γινόταν; -Αυτό δε το ξέρει κανείς. -Λες να ήταν αλλιώς τα πράγματα; -Πάλι μπανανία θα ήμασταν. -Το πιστεύεις κι εσύ; -Ναι. -Γιατί; -Κοίτα, ο Μεταξάς το ήξερε απ’ το ‘36 ότι θα γίνει πόλεμος. Κι όχι μόνο το ήξερε αλλά ήξερε ότι θα είναι και με τους Άγγλους. Άρα λοιπόν οι Άγγλοι θα έμπαιναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. -Γι αυτό είπε όχι; -Δεν είπε όχι, είπε “Λοιπόν έχουμε πόλεμο”. -Τι να σου πω, τουλάχιστον έχουμε τα πετρέλαια. -Είσαι σίγουρος; -Κοίτα απέναντι. Από μακριά φαινόντουσαν οι πλατφόρμες εξόρυξης αχνά στον ορίζοντα. Όταν είχε καλό καιρό μπορούσες να τις δεις. -Κ’ η Νιγηρία έχει πετρέλαια, είδες εσύ κανένα Νιγηριανό με λεφτά; -Εντάξει, συνεισφέρουν στην οικονομία. -Γιατί, επειδή στήνουν προκάτ σχολεία στα χωριά και στέλνουν τουρίστες ως αντισταθμιστικά οφέλη για τα μάτια του κόσμου; Το πακέτο πάει αλλού, εμείς δε βλέπουμε τίποτα. Τα ίδια και με τις ανεμογεννήτριες στα βουνά που τις πληρώσαμε χρυσάφι, δε βγάλαμε φράγκο και τώρα οι μισές έχουν πέσει και οι άλλες μισές απ’ αυτές που δεν έχουν πέσει είναι εκτός λειτουργίας κι ετοιμάζονται να πέσουν. Πήραν τα λαμόγια τις μίζες και τις επιδοτήσεις και μας άφησαν εμάς το λογαριασμό. Τα ίδια και με τα φωτοβολταϊκά. Πήγαν και γέμισαν τα ζώα τα χωράφια τους με πάνελ, έκλεισαν συμβόλαια για είκοσι χρόνια και τώρα πληρώνουν κι από πάνω για το ρεύμα που δεν παράγουν. Μέχρι και τα νερά μας πήραν. -Για τους Τροτσκιστές τι γνώμη έχεις; -Βρώμικη ιστορία. -Ναι αλλά λένε αλήθειες. -Στην πολιτική και τη δημοσιογραφία πολύ συχνά οι μεγαλύτερες αλήθειες λέγονται από τα πιο αναξιόπιστα χείλη. Και το αντίθετο φυσικά. Όλοι για ένα παραμύθι ζούμε Γιωργάκη. -Δηλαδή; -Δηλαδή, αν βγεις εσύ να πεις τις ίδιες αλήθειες θα σε πούνε Τροτσκιστή. Το Τροτσκιστικό κόμμα νομιμοποιήθηκε στη μεταπολίτευση ως αντιστάθμισμα για το γεγονός ότι δεν υπήρχε ΚΚΕ. Αυτό μη το πεις του Κωστάκη όμως γιατί θα σε βρίσει. -Θα τους ψήφιζες; -Τους έχω ψηφίσει μια φορά. Βέβαια αν θες να ξέρεις μου έχουν κάνει πολύ μεγάλη ζημιά, εμένα προσωπικά. Γιατί ρωτάς; -Τι να σου πω ρε Δημήτρη. Εμείς στην οικογένειά μου ψηφίζουμε Νέα Δημοκρατία. Δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί ψήφιζε ο παππούς, ίσως γιατί λένε ότι θα κάνουν τη Μακεδονία ξανά Ελληνική. Τώρα τελευταία όμως έχω αρχίσει να το σκέφτομαι. -Τη Μακεδονία πάντως να την ξεχάσεις. -Γιατί; -Όσο η Γερμανία είναι ισχυρή η Μακεδονία θα είναι άλλο κράτος. -Τι σχέση έχει η Γερμανία; -Το πρώτο πράγμα που έκανε η Γερμανία όταν ξανάγινε κράτος ήταν να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία. Όσο υπάρχει Γερμανία η Μακεδονία δε θα είναι Ελληνική. Τα πετρέλαια που βλέπεις απέναντι πάνε καρφί στη Θεσσαλονίκη κι από ‘κει ποτάμι ποτάμι στην κεντρική Ευρώπη. Κατάλαβες; Δε σηκώνεσαι να φύγουμε τώρα; Σε λίγο θα μας φάνε τα κουνούπια. Κοίτα να δεις, ποτέ μου δε συνήθισα αυτό το πράγμα που ο ήλιος πέφτει στο βουνό. Εγώ από μικρό παιδί στη θάλασσα τον θυμάμαι να πέφτει. Ήταν πολύ κουρασμένος. Κάθε βράδυ αυτή η κούραση έβγαινε από μέσα του με το τσίπουρο, μέσα από το δέρμα του, με τον ιδρώτα που μύριζε κουζίνα. Όμως κάθε φορά έμενε κι από λίγη και μαζευόταν. Μαζευόταν μαζευόταν, τόσο που καμιά φορά σκεφτόταν ότι δε θα τα κατάφερνε ως το τέλος. Δε τον έπαιρνε να μη τα καταφέρει, έπρεπε ν’ αντέξει. Πιο πολύ απ’ όλα τον βασάνιζαν οι σκέψεις του. Οι ώρες που έμενε μόνος του ήταν οι χειρότερες απ’ όλες κι έπινε για να μη σκέφτεται. Έπρεπε να δουλεύει για να στέλνει λεφτά στο σπίτι και μετά να γυρίσει και να βγάλει το χειμώνα. Για πόσο ακόμα θα άντεχε χωρίς όνειρα, χωρίς προοπτική, χωρίς ορίζοντα, για τον ίδιο, για την οικογένειά του, για το παιδί που τώρα ήταν πέντε χρονών. Σε ποιο κόσμο θα μεγάλωνε αυτό το παιδί; Θα κατάφερνε να σπουδάσει; Θα κατάφερνε να δουλέψει; Ο Μήτσος συνέχισε να πίνει, δεν είχε καμιά όρεξη εκείνο το βράδυ για κουβέντα. Οι πιτσιρικάδες το κατάλαβαν και τον άφησαν μόνο του. Κοιταζόταν στον καθρέπτη και λυπόταν τον εαυτό του. Θύμωνε κάθε φορά που του έρχονταν στο νου όλοι εκείνοι οι ινφλουένσερ και οι λάιφ κόουτς που κατέκλυζαν την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το ίντερνετ. Όλοι εκείνοι οι γυμναστηριακοί τύποι που ολημερίς κι ολονυχτίς προέβαλαν το υγιές μοντέλο ζωής που κάθε πολίτης όφειλε να ακολουθεί για το καλό το δικό του και του κοινωνικού συνόλου. “Ξυπνήστε πρωί, γυμναστείτε, καταναλώστε δημητριακά και γάλα αμυγδάλου, εργαστείτε, μην καπνίζετε, μην πίνετε αλκοόλ. Υιοθετήστε μια θετική στάση απέναντι στη ζωή σας, διατηρήστε το χαμόγελο με κάθε κόστος, μη διαμαρτύρεστε, αν η ζωή σας δίνει λεμόνια φτιάξτε λεμονάδα. Γυμναστείτε ξανά. Αν δεν έχετε τη ζωή που ονειρεύεστε, εργαστείτε πιο σκληρά για να την αποκτήσετε. Αν δε σας αρέσει η δουλειά σας βρείτε αυτή που σας ταιριάζει. Φερθείτε υπεύθυνα. Αν αισθάνεστε κουρασμένος καταναλώστε συμπληρώματα διατροφής, είναι το μυστικό της επιτυχίας. Αν αισθάνεστε άσχημα καταναλώστε ρούχα και παπούτσια, κάντε σόπινγκ θέραπι. Καταναλώστε. Αγοράστε καινούριο αυτοκίνητο. Αν δεν έχετε χρήματα δανειστείτε. Πάρτε πρωτοβουλίες στη ζωή σας. Καταναλώστε. Κάντε περισσότερα παιδιά, τα παιδιά είναι ευτυχία.” Σε ποιόν απευθύνονταν όλοι αυτοί οι καραγκιόζηδες; Οι πιτσιρικάδες τους άκουγαν και τους έκραζαν. Ο Μήτσος δε μπορούσε να κάνει το ίδιο. Η τράπεζα του έδινε δάνειο για να πάρει καινούρια τηλεόραση, αλλά όχι για να κάνει δικό του μαγαζί. Αυτοκίνητο δεν είχε και δεν το χρειαζόταν. Η μόνη γυμναστική που μπορούσε να κάνει ήταν η δουλειά, δεν είχε χρόνο για τίποτα άλλο. Εκείνη η μοναδική δουλειά που είχε καταφέρει να βρει μετά κόπων και βασάνων και πριν από αυτή ήταν άνεργος για τρία χρόνια συνέχεια. Δούλευε περιστασιακά σε ότι έβρισκε και όπου τον έστελνε το υπουργείο εργασίας. Μοίραζε φυλλάδια, δούλευε εργάτης, φτυάρι, κασμά, κομπρεσέρ, σεκιούριτι, αλλά πάντα για λίγες εβδομάδες κάθε φορά. Το παιδί είχε ξεκινήσει να πηγαίνει στο σχολείο. Ίσα ίσα που κατάφερνε να του αγοράζει τα βασικά. Η οθόνη στο τηλέφωνο του Μήτσου άναψε πάνω στο τραπεζάκι του μπαλκονιού. Όχι πάλι ρε πούστη μου. Ένα διαφημιστικό βίντεο άρχισε να παίζει. “Αγαπήστε τη ζωή, γυμναστείτε, φροντίστε τη διατροφή σας, ρυθμίστε τον ύπνο σας, κάντε ευχάριστες σκέψεις, ρυθμίστε τα επίπεδα στρες. Φερθείτε υπεύθυνα. Ένα κοινωνικό μήνυμα του υπουργείου υγείας. Πάντοτε δίπλα σας.” Γι αυτό δεν έπινε πάνω από τρία ποτήρια ο Μήτσος, γιατί το σμάρτγουοτς σύγκρινε τους καρδιακούς παλμούς με τη θερμοκρασία και την αγωγιμότητα του ιδρώτα στο σώμα του και τσουπ το μήνυμα. Αν στρεσαριζόταν δεύτερη φορά μέσα στην εβδομάδα θα έπρεπε να πάει να δει το γιατρό εργασίας υποχρεωτικά. Όχι πως νοιαζόταν ο γιατρός ή του έδινε κάποια θεραπεία, τα επίπεδα στρες όμως και η συχνότητα των επισκέψεων καταγράφονταν και τα ασφάλιστρα υγείας που του κρατούσαν από το μισθό αυξάνονταν. Τουλάχιστον είχε τη δυνατότητα να βγάζει εκείνο το μαραφέτι από το χέρι του όσο βρισκόταν μέσα στην κουζίνα για υγειονομικούς λόγους. Στην κουζίνα απαγορεύονταν ρολόγια δακτυλίδια και τηλέφωνα. Αν αναγκαζόταν να το φοράει κι εκεί θα έβλεπε το γιατρό κάθε μέρα. Τις υπόλοιπες ώρες όμως ήταν υποχρεωμένος να το φοράει ακόμα και στον ύπνο. Ήταν όρος του κρατικού συμβολαίου εργασίας, μιας και τυπικά δεν ήταν εργαζόμενος της πολυεθνικής αλλά δημόσιος υπάλληλος. Η Ελληνική δημοκρατία νοτίου Ελλάδος τον νοίκιαζε σε μια εταιρία που τον νοίκιαζε στην πολυεθνική που είχε το ξενοδοχείο. Γι αυτό του έδιναν “δωρεάν” σμάρτγουότς και σμάρτφον, τα οποία βέβαια κρατούσαν από το μισθό του ως εγγύηση και μέρος των χρημάτων αυτών τα έπαιρνε πίσω αν έχανε τη δουλειά του. Τουλάχιστον μπορούσε να παίρνει τη γυναίκα του στο σκάιπ. Μηνύματα συνεχώς. Διαφημιστικά βιντεάκια εμφανίζονταν “τυχαία” κάθε φορά που στρεσαριζόταν, κάθε φορά που αγόραζε αλκοόλ, τσιγάρα, προφυλακτικά ή μπέικον με την κάρτα του. “Γυμναστείτε, κάντε ευχάριστες σκέψεις, προσέξτε τη διατροφή σας, κάντε παιδιά. Φερθείτε υπεύθυνα. Τα παιδιά είναι ευτυχία. Υπουργείο υγείας, πάντοτε δίπλα σας.” Τα ίδια αν κάποιος πλήρωνε συνδρομή σε κάποιο γυμναστήριο, αγόραζε πακέτο διακοπών, ψώνιζε ζυμαρικά χωρίς γλουτένη. Πάντα, εκείνα τα μηνύματα που εμφανίζονταν τυχαία μέσα σε λίγη ώρα μετά από κάθε ενέργεια. “Πάντοτε δίπλα σας”. Το υπουργείο υγείας είχε λεφτά να δίνει σ’ όλες αυτές τις μαλακίες, το γιατρό, τα εμβόλια και τα φάρμακά του όμως ο Μήτσος έπρεπε να τα πληρώνει από την τσέπη του. Φυσικά όλα αυτά ήταν “θεωρίες συνωμοσίας”, δεν ίσχυαν στην “πραγματικότητα”. Αν μιλούσες δημοσίως γι αυτά τα ζητήματα σε κατηγορούσαν για “διασπορά ψευδών ειδήσεων”. Μεγάλη ρετσινιά. Αν επέμενες έπρεπε να δεις το γιατρό που αυτή τη φορά σου χορηγούσε αντικαταθλιπτικά, που έπρεπε φυσικά να πληρώσεις από την τσέπη σου και μετά δε μπορούσες να βρεις δουλειά για όσο διάστημα ήσουν “ασθενής”. Οπότε δε μιλούσε κανένας. Ο Μήτσος θυμόταν όλους εκείνους που φώναζαν πριν από χρόνια γι αυτό που ερχόταν. Ήταν φυσικά “συνωμοσιολόγοι”, αλλά τελικά όλα ήρθαν σιγά σιγά με την ώρα τους. Έξυπνα βραχιολάκια, διασπορά ψευδών ειδήσεων, λογισμικά αναγνώρισης προσώπου, έλεγχος επιθετικής συμπεριφοράς στον τόνο της φωνής, αυτόματη αναπροσαρμογή ασφαλίστρων και φορολογίας, αποκλεισμός από την εργασία και τη μετακίνηση, εμβόλια κάθε χρόνο. Ακριβώς ότι γινόταν και στην Κίνα δηλαδή αλλά μ’ ένα μανδύα δήθεν ελευθερίας για να λέμε ότι είμαστε Ευρώπη. Και η πολιτική; Αυτή ήταν μια άλλη μεγάλη ιστορία. Επισήμως μπορούσες φυσικά να λες ότι ήθελες. Παρ’ όλες τις αναθεωρήσεις του συντάγματος, που γίνονταν κατά μέσο όρο κάθε τρία χρόνια, η περίφημη ελευθερία λόγου παρέμενε κατοχυρωμένη. Όμως τελικά πόση σημασία είχε; Τα περισσότερα κόμματα στην ουσία την ίδια πολιτική εφάρμοζαν με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Έριχναν και κανένα τσακωμό σε καμιά ολομέλεια για τα μάτια του κόσμου και μετά έπιναν όλοι μαζί εσπρέσο χαριεντιζόμενοι μεταξύ τους στο καφενείο της βουλής. Αηδία. Και όλα τα μέσα ενημέρωσης τα ίδια μηνύματα μετέδιδαν, με άλλη σύνταξη και άλλο τόνο στη φωνή. Μια βαθιά απογοήτευση κυρίευε το Μήτσο κάθε φορά που τα σκεφτόταν όλα αυτά. Λυπόταν τον εαυτό του ακόμα περισσότερο. Ίσως τελικά οι πιτσιρικάδες να είχαν δίκιο που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, τουλάχιστον αυτοί προσπαθούσαν. Όλοι για ένα παραμύθι ζούσαν κι ο Μήτσος δεν είχε το δικό του να πιστεύει. Μήπως τελικά αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα παραμύθι; Μήπως τελικά δεν ήταν όλα ένα παραμύθι και υπήρχε μια μικρή ελπίδα; Κι αν ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο, έστω και λίγο, πως μπορούσε να το κάνει; Η θεωρία που ήξερε έλεγε πως αυτό γινόταν μέσα από την πολιτική. “Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα”. Κι όπου υπάρχουν αδιέξοδα αυτό σημαίνει έλλειμμα δημοκρατίας. Αυτό χρειαζόταν λοιπόν; Περισσότερη δημοκρατία; Δε μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο. Πάντα ήταν πολιτικοποιημένος κι ας μη συμμετείχε μέχρι τότε ενεργά σε κανένα κόμμα. Λίγο η αηδία που ένιωθε για τις πολιτικές παρατάξεις στη σχολή του με τα πάρτι, τις σημειώσεις, τις γκόμενες δολώματα και τα πάρε δώσε με καθηγητές, πρυτάνεις, μεταπτυχιακά και βαθμολογίες, λίγο η εφημερίδα μετά που τον ήθελε ουδέτερο, είχε κρατηθεί μακριά. Περισσότερο απ’ όλα όμως τον κράτησε ανένταχτο το γεγονός ότι επί της ουσίας δε τον εξέφραζε κανένας κομματικός μηχανισμός μέχρι τότε. Για την ακρίβεια τον απωθούσαν τα κόμματα με τις πρακτικές τους, γι αυτό δε συμμετείχε πουθενά, σε κανένα κόμμα και κανένα σωματείο. Όμως ήταν τελικά όλα τα κόμματα το ίδιο; Ίσως όχι κι όλα. Μήπως τελικά αυτό έπρεπε να κάνει; Στο κάτω κάτω όσο δε συμμετείχε αυτός συμμετείχαν άλλοι. Μήπως έπρεπε να συμμετέχει περισσότερο; Ήταν εκείνο το καινούριο κόμμα που είχε φτιάξει εκείνος ο καθηγητής. Ήταν υπουργός δικαιοσύνης στην προηγούμενη κυβέρνηση του “Ριζοσπαστικού κόμματος”, αλλά μετά το δημοψήφισμα του ‘15 διαφοροποιήθηκε και έκανε το δικό του. Ο Μήτσος τον παρακολουθούσε, τον είχε ψηφίσει μάλιστα. Ήταν καθηγητής στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και όσο ήταν υπουργός είχε προωθήσει μια σειρά από προτάσεις νόμου που μπορούσαν να αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό τα πράγματα. Το δημοψήφισμα απογοήτευσε όλο τον κόσμο που είχε εναποθέσει τις ελπίδες του σ’ αυτό. Και δεν ήταν λίγος αυτός ο κόσμος. Είχε πολύ μεγάλη συμμετοχή, τέτοια που δεν είχαν ούτε οι εθνικές εκλογές, ούτε οι Ευρωπαϊκές, ούτε καν οι τοπικές. Αυτό από μόνο του ήταν πολύ ελπιδοφόρο. Παρ’ όλη την τρομοκρατία από τα κανάλια και τις εφημερίδες ο κόσμος έδωσε καθαρή εντολή στην κυβέρνηση να μην ακολουθήσει τα μέτρα που επέβαλαν οι γραφειοκράτες του Βραδεμβούργου και η παγκόσμια τράπεζα. Θα μπορούσε να σημάνει και την έξοδο της Ελλάδας από τις Ηνωμένες Πολιτείες Ευρώπης εκείνο το δημοψήφισμα. Όμως οι ριζοσπάστες δε το σεβάστηκαν, όπως δε σεβάστηκαν παρόμοια δημοψηφίσματα κι άλλες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Στην Ιταλία, την Ιρλανδία, την Τσεχία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, ο κόσμος διαμαρτυρόταν έντονα για τις πολιτικές που του επέβαλλε σε όλα τα επίπεδα ένα ιερατείο χαρτογιακάδων ελεγχόμενο από την κεντροευρωπαϊκή βιομηχανία, που κανείς δεν είχε ψηφίσει, σε πολλές περιπτώσεις κανείς δεν είχε ακούσει ξανά στο παρελθόν γι αυτούς. Όλη η ήπειρος βρισκόταν σε πολιτικό αδιέξοδο. Έτσι ο κύριος Αναγνωστάκης παραιτήθηκε από το ριζοσπαστικό κόμμα όταν οι χαρτογιακάδες ζήτησαν την απομάκρυνσή του από την Ελληνική κυβέρνηση και έφτιαξε την “Προοδευτική συμμαχία”. Μιλούσαν για παράνομο εθνικό χρέος, αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος, ανεξαρτησία στη δικαιοσύνη και την ενημέρωση, κατάργηση της περιβόητης νομοθεσίας περί ατομικής ευθύνης πολιτών και της αστυνομικής καταστολής, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα, το μεταναστευτικό, αλλά περισσότερο απ’ όλα μιλούσαν για δημοκρατία. Το κόμμα είχε εισάγει μια σειρά από δικλείδες ασφαλείας στην ίδια την οργανωτική του δομή, όμοια με τη λογική του ανοικτού κώδικα στα προγράμματα υπολογιστών, που του προσέδιδαν σημαντικά πλεονεκτήματα στην εφαρμογή της δημοκρατίας σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κόμμα είχε εμφανιστεί ως τότε στην πολιτική σκηνή. Ο ίδιος ο πρόεδρος ήταν ανακλητός ύστερα από ψηφοφορία με αποτέλεσμα ισχνής πλειοψηφίας, το καταστατικό επίσης και όλα τα σημαντικά ζητήματα σχετικά με την πολιτική και τις αποφάσεις του κόμματος τίθεντο σε καθολική διαδικτυακή ψηφοφορία από τα εγγεγραμμένα μέλη. Ο Μήτσος αισθανόταν πως ακόμα κι αυτό δεν ήταν αρκετό εκ μέρους του. Καμιά διαδικτυακή ψηφοφορία δε μπορούσε να αντικαταστήσει τη φυσική παρουσία. Έπρεπε να συμμετέχει ενεργά, δεν είχε πια καμιά δικαιολογία, η ζωή του είχε πιάσει πάτο. Πήρε το τηλέφωνό του, άνοιξε τη σελίδα του κόμματος και άρχισε να πληκτρολογεί. Το εξαιρετικά αργό δωρεάν ίντερνετ που είχε για να φορτώνει τα κυβερνητικά μηνύματα “κοινωνικής ενθάρρυνσης” του έδινε τη δυνατότητα να στείλει ένα απλό γραπτό μήνυμα, κατά πάσα πιθανότητα για να παρακολουθούνται και οι γραπτές επικοινωνίες, αλλά αυτό δε τον πείραζε καθόλου. Τους είχε πια γραμμένους. “Αγαπητοί συμπολίτες, σύντροφοι, συνάνθρωποι ή ότι άλλο θέλετε. Επιθυμώ να εγγραφώ στο κόμμα σας διότι πιστεύω πως μπορώ να προσφέρω κι εγώ μ’ αυτό τον τρόπο λιγάκι. Σε περίπου δύο μήνες θα βρεθώ στην Αθήνα. Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να μιλήσω με κάποιον στα γραφεία σας δια ζώσης. Σας παρακαλώ πείτε μου ποιες είναι οι ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβώ και με ποιόν θα πρέπει να μιλήσω κατ’ ιδίαν αν αυτό είναι εφικτό. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων. Δημήτρης Πετρίδης.” Αυτό ήταν λοιπόν, είχε πάρει την απόφασή του. Θα γινόταν μέλος εκείνου του κόμματος. Για πρώτη φορά στη ζωή του θα γινόταν μέλος ενός κόμματος. Είχε πάρει αυτή την απόφαση ουσιαστικά εδώ και καιρό. Μέσα στη σούρα του πήρε την τελική απόφαση, είχε βαρεθεί να έχει αναστολές, δε μπορούσε να κάνει αλλιώς, τα ψέματα είχαν τελειώσει. Την επόμενη μέρα το πρωί το είχε κιόλας μετανοιώσει. Ένιωθε μια τεράστια αμφιβολία μέσα του να τον τρώει. Που πήγαινε να μπλέξει; Το σκέφτηκε ξανά και ξανά, αισθανόταν πως μάλλον είχε κάνει μαλακία. Άξιζε όντως τον κόπο ν’ ασχοληθεί, να αφιερώσει το λίγο και πολύτιμο χρόνο του; Ήταν όντως εκείνο το κόμμα αλλιώτικο από τα άλλα; Υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα ν’ αλλάξει αυτός ο βόθρος προς το καλύτερο; Από την άλλη μεριά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το μάθει. Ίσως τελικά βέβαια να μην έμπαιναν καθόλου στον κόπο να του απαντήσουν και η απορία του να λυνόταν τελικά εντελώς ανώδυνα. Όμως του απάντησαν, την επόμενη κιόλας μέρα. “Κύριε Πετρίδη, μπορείτε να επισκεφτείτε τα γραφεία μας οποιαδήποτε καθημερινή κατά τις ώρες, δέκα το πρωί με μια το μεσημέρι. Θα χαρούμε να σας δούμε από κοντά και να συζητήσουμε για όποιο ζήτημα επιθυμείτε”. Αυτό ήταν λοιπόν. Ο κύβος είχε ριφθεί. Ο Μήτσος, τουλάχιστον σ’ εκείνη τη φάση, δεν είχε τίποτα απολύτως να χάσει. Θα πήγαινε από τα γραφεία τους μόλις πατούσε το πόδι του στην Αθήνα.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Μαρμαρωμένοι έφηβοι

 

Δεν είναι καθόλου εύκολο να ζεις σε μια χώρα με μακρά ιστορία. Είσαι υποχρεωμένος να γνωρίζεις τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον τόπο αυτό και είναι τόσα πολλά. Τόσα συμπεράσματα, τόσες ιδέες, τόσοι άνθρωποι που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος στο οποίο ζεις. Είσαι υποχρεωμένος να τα γνωρίζεις, τουλάχιστον αν θέλεις, έστω και σε κάποιο μικρό βαθμό, να καταλαβαίνεις τι γίνεται γύρω σου. Καμιά φορά ζηλεύω τους Αμερικάνους. Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να είναι αδαείς ιστορικά, γεωγραφικά, πολιτικά. Κάποτε δύο κυρίες στη Νέα Υόρκη με ρώτησαν για την καταγωγή μου και όταν τους είπα πως είμαι Έλληνας μου απάντησαν πως ήθελαν πάρα πολύ να επισκεφτούν την Ελλάδα, για να δουν τις πυραμίδες.

Πραγματικά τους ζηλεύω τους Αμερικάνους, έχουν τόσα λίγα πράγματα να θυμούνται. Ένας εμφύλιος πόλεμος ήταν το γεγονός που διαμόρφωσε το έθνος τους και έκτοτε τον έχουμε δει σε τόσες τηλεοπτικές σειρές και ταινίες που είναι αδύνατο να τον ξεχάσουμε, ακόμα κι εμείς που ζούμε στην άλλη άκρη του κόσμου. Δε χρειάζεται κάποιος να γνωρίζει κάτι παραπάνω από τα ονόματα των προέδρων των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής για να ορκιστεί πολίτης τους. Δε χρειάζεται να γνωρίζει με ποιες χώρες συνορεύουν οι Ηνωμένες πολιτείες, δε χρειάζεται καν να γνωρίζει αν υπάρχουν άλλες χώρες στον κόσμο. Και συνήθως όταν ένας πολίτης των Ηνωμένων πολιτειών μιλά για την Αμερική δεν εννοεί την ήπειρο, αλλά τις Ηνωμένες πολιτείες. Σα να μην υπήρξαν ποτέ η Χιλή, το Μεξικό, η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, η Ουρουγουάη. Υπήρξε για λίγο καιρό η Κούβα, αλλά χάθηκε κι αυτή. Που να βρίσκεται η Κούβα; Ευτυχώς υπάρχει ο Καναδάς να τους θυμίζει πως έχουν γείτονες. Κι αυτό γίνεται μ’ ένα τρόπο τόσο φυσικό. Είναι ένα είδος συλλογικής συνείδησης γι αυτούς τους ανθρώπους.

Από την άλλη δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι Έλληνας. Αισθάνομαι πως δε μας καταλαβαίνει κανείς εμάς τους Έλληνες. Μερικές φορές δεν καταλαβαινόμαστε κι εμείς μεταξύ μας. Ίσως γι αυτό να έχουμε τόσους εμφυλίους πολέμους στην ιστορία μας. “Είμαστε έθνος ανάδελφον” είχε πει κάποτε ένας Έλληνας πολιτικός και μάλλον δεν είχε άδικο. Ίσως γι αυτό να μας αρέσουν τόσο πολύ οι μύθοι, γιατί πρέπει να θυμόμαστε τόσα πράγματα, οπότε τα κάνουμε μύθους για να τα θυμόμαστε πιο εύκολα. Κι έτσι η πραγματικότητα συχνά μπλέκεται με το μύθο και γίνεται ο μύθος πραγματικότητα και καθημερινότητα. Μεγαλώσαμε με τους μύθους μιας πάλαι ποτέ κραταιάς Ελλάδας της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και των επιστημών. Μιας Ελλάδας που μεταλαμπάδευσε σε τόσα άλλα έθνη τα φώτα του πολιτισμού, όπως κι αν τον εννοεί κανείς. Μιας Ελλάδας που υπήρξε αυτοκρατορία και μάθαμε να αναπολούμε αυτή την Ελλάδα και να ελπίζουμε να τη δούμε κι εμείς κάποτε στη λάμψη που γνώρισε στο παρελθόν. Σα να είναι αυτή η αναπόληση το μοναδικό εθνικό μας καθήκον. Ο μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά του Βυζαντίου, που όταν η Κωνσταντινούπολη ξαναγίνει Ελληνική θα ζωντανέψει και θα κυβερνήσει πάλι. “Περασμένα μεγαλεία και διηγόντας τα να κλαίς.”, λέει ο εθνικός μας ποιητής, σε κάποια στροφή του ποιήματος που έδωσε τα λόγια του στον εθνικό μας ύμνο. Τι έχει απομείνει από εκείνη την Ελλάδα σήμερα; Μαρμαρωμένους βασιλιάδες βέβαια δε συνάντησα ποτέ στη ζωή μου. Κάποτε όμως έτυχε να δω από κοντά μαρμαρωμένους εφήβους.

Ήταν πριν λίγα χρόνια στο Λονδίνο, όταν βρέθηκα για να παρακολουθήσω κάποιο σεμινάριο. Την τελευταία μέρα παραμονής μου εκεί, είχα λίγο ελεύθερο χρόνο και αποφάσισα να επισκεφτώ το Βρετανικό μουσείο. Έχοντας κάτι λιγότερο από τέσσερις ώρες στη διάθεσή μου περιορίστηκα στα μάρμαρα του Παρθενώνα. Κατευθύνθηκα στη γεμάτη κόσμο αίθουσα και άρχισα χωρίς να βιάζομαι να παρατηρώ τις ανάγλυφες παραστάσεις. Την προσοχή μου τράβηξαν οι έφηβοι ιππείς της δυτικής ζωφόρου. Έμεινα εκεί αρκετή ώρα αισθανόμενος την ένταση που εξέπεμπε η εικόνα. Ασυγκράτητοι νέοι πάνω στα πιο δυνατά άλογα, στην κορυφή της κορυφαίας γιορτής της αρχαίας Αθήνας. Αυτό που μου συνέβη δεν το είχα φανταστεί όταν έπαιρνα την απόφαση να επισκεφτώ το μουσείο. Συγκινήθηκα. Όχι γιατί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής μου κληρονομιάς βρίσκεται μακριά μου, αλλά γιατί αυτό το κομμάτι έχει στην πραγματικότητα ξεχαστεί στις μέρες μας. Εικόνες γεμάτων δύναμη και ορμή νέων, να χαίρουν της αναγνώρισης του κοινωνικού συνόλου, απουσιάζουν συστηματικά από τις καθημερινές παραστάσεις και τις μνήμες μου. Η αρχαία Αθήνα επέλεξε να τοποθετήσει στην κορυφή των αξιών τις πιο ορμητικές δυνάμεις της, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητά τους. Η σύγχρονη Ελλάδα επιλέγει ακριβώς το αντίθετο.

Στη χώρα μας θεωρείσαι παιδί μέχρι να φτάσεις τα τριάντα, κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά. Οι νέοι που χαίρουν αναγνώρισης είναι αυτοί με έφεση στην αποστήθιση, όραμα μια σίγουρη θέση στο δημόσιο, ένα ακριβό αυτοκίνητο με δόσεις. Αυτοί οι νέοι καλούνται συνετοί και προοιωνίζεται γι αυτούς μέλλον λαμπρό. Το κοινωνικώς αποδεκτό μοντέλο είναι αυστηρά καθορισμένο, χωρίς παρεκκλίσεις. Με το πρόσχημα της προστασίας απαξιώνεται κάθε προσωπική επιλογή. Πραγματικά θλίβομαι κάθε φορά που με ρωτούν πότε θα πιάσω μια "κανονική" δουλειά, σίγουρη, θεωρώντας το επάγγελμά μου χόμπι. Κάθε φορά που μου λένε να αγοράσω αυτοκίνητο και να αφήσω τη μοτοσυκλέτα, να φορέσω κουστούμι και να αποκτήσω "ωράριο" και "πρόγραμμα" σαν όλους τους άλλους. Θλίβομαι γιατί εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες που έχω να αντιμετωπίσω, έχω να υπερασπιστώ και τις επιλογές μου, ακόμα και το δικαίωμά μου στο να κάνω λάθος, το οποίο θεωρώ αναφαίρετο. Η κοινωνία μας είναι φοβισμένη, επιλέγει τη σιγουριά του εξασφαλισμένου από την αβεβαιότητα του αγνώστου. Το να φοβάσαι και να αναζητάς την εξασφάλιση βεβαίως δεν είναι φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας. Το να αναγάγεις όμως αυτή τη συμπεριφορά σε κοινωνική αξία και να απαξιώνεις οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική είναι. Η έξοδος από την παρακμή δεν είναι δυνατόν να έρθει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το να αποδεχτούμε όμως το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής και της μοναδικότητας της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι ένα πολύ καλό πρώτο βήμα.

Η Ελλάδα βρίσκεται από χρόνια σε κρίση. Η διαφορά είναι πως στις μέρες μας η κρίση αυτή δεν είναι μόνο κοινωνική. Οι σημερινοί, αντίστοιχοι με τους αρχαίους ιππείς των Παναθηναίων, Έλληνες έφηβοι επιλέγουν να μεταναστεύσουν. Ή τουλάχιστον πολλοί από αυτούς ονειρεύονται να το κάνουν. Κι εγώ τη μετανάστευση ονειρεύομαι κι ας έχω πάψει πια να είμαι έφηβος. Τι τραγική ειρωνία, από τη δυτική ζωφόρο, στη δύση. Οι “ιππείς”, αρχαίοι και σύγχρονοι, δε βρίσκονται πια στην Ελλάδα. Δεν υπάρχουν ιππείς εδώ. Κι αν υπάρχουν είναι κρυμμένοι ανάμεσα σε πλήθος “πεζών” ανθρώπων. Πολύς λόγος γίνεται εδώ και χρόνια για τα γλυπτά του Παρθενώνα και όχι άδικα. Όμως αισθάνομαι πως αυτοί οι νέοι, που για πολλές δεκαετίες στολίζουν το Λονδίνο, θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους όταν επιστρέψουν οι αξίες που χάθηκαν απ' αυτή. Θα επιστρέψουν μόνοι τους. Γιατί πατρίδα μας δεν είναι ο φυσικός τόπος, είναι αυτές οι αξίες.

Ας μείνουν λοιπόν στο Λονδίνο ή όπου αλλού θέλουν τέλος πάντων. Στο κάτω κάτω κανείς δε τους ρώτησε αν επιθυμούν να επιστρέψουν. Πως να ρωτήσεις όμως το μάρμαρο, μπορεί να σου απαντήσει; Κι αν δε μπορεί το μάρμαρο, μπορούν οι σύγχρονοι έφηβοι, “ιππείς” ή όχι, να το κάνουν. Κανείς δε τους ρώτησε κι εκείνους. Κανείς δε τους παίρνει στα σοβαρά. Τι θέλουν, τι ελπίζουν, τι θαυμάζουν, τι οραματίζονται; Ας μείνουν στο Λονδίνο, σαν τρόπαιο. Άλλωστε αν όλες οι πάλαι ποτέ αυτοκρατορίες αποσύρουν την πολιτιστική τους κληρονομιά από τις τροπαιοθήκες του Βρετανικού μουσείου, τι θ’ απομείνει να θυμίζει στη γηραιά Αλβιόνα πως υπήρξε μια αυτοκρατορία κι αυτή; Τι θ’ απομείνει να την κάνει να ξεχνά πως οι παλιές αυτοκρατορίες γίνονται προτεκτοράτα των νέων;

Μοιάζουν οι νεοέλληνες με τους Αμερικάνους. Όσο περνούν τα χρόνια μοιάζουν ακόμα πιο πολύ. Κι όσο κι αν τους ζηλεύω, καθώς προείπα, καθόλου δε θέλω να τους μοιάσω. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, δε λέω, μακάριοι κ’ οι Αμερικάνοι, μακάριοι κ’ οι νεοέλληνες. Αλλά να μου λείπει. Προτιμώ να ανακαλύπτω την ταυτότητά μου μόνος μου.

Που βρίσκεται όμως η Ελλάδα σήμερα;”, ρώτησα κάποτε ένα δάσκαλό μου. “Μα εκεί που βρισκόταν πάντα ασφαλώς”, μου απάντησε. Είχε επιστρέψει για λίγο καιρό στην Ελλάδα και βρεθήκαμε στην ακρόπολη. Τι περίεργο, δεν επισκέπτονται οι Έλληνες την ακρόπολη. Ίσως σε κάποια σχολική εκδρομή ή το πολύ πολύ για να συνοδέψουν κανένα φίλο τους από το εξωτερικό που θέλει να τη δει. Όμως ο δάσκαλος ήθελε να βρεθούμε στην ακρόπολη. Αυτή ακριβώς τη συζήτηση είχαμε εκεί. Τι είναι η Ελλάδα δάσκαλε; Η Ελλάδα είναι το διάχυτο Ελληνικό πνεύμα. Έτσι μου είχε πει. Είναι λοιπόν η ιδέα, που επιβιώνει ανά τους αιώνες. Και δεν είναι τυχαίο πως αυτή την άποψη είχαν οι Έλληνες την εποχή της ακμής της Ελλάδας. Πως Έλληνας είναι όποιος αισθάνεται Έλληνας. Όποιος έχει την παιδεία να αισθάνεται Έλληνας. Δεν έχει να κάνει με το αίμα, ούτε με την καταγωγή, έχει να κάνει με την ιδέα, τις αξίες που την αποτελούν και τη γνώση. Είναι μια προσωπική επιλογή. Ούτε η δημοκρατία, ούτε η φιλοσοφία, αλλά η ελεύθερη επιλογή ήταν το κληροδότημα της αρχαίας Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Ο μουσικός της ζούγκλας.


Μια φορά κι ένα καιρό ένα αεροπλάνο έπεσε στη ζούγκλα. Μόνος επιζήσας ένας μουσικός, ο οποίος αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ της πρόσκρουσης, διότι ως γνωστόν σημασία δεν έχει η πτώση, στην προσπάθειά του να απομακρυνθεί από τα συντρίμια, εντόπισε την κιθάρα του μέσα στη θήκη της άθικτη.

Ένιωσε αίφνης παραδόξως μια μικρά ανακούφιση και παίρνοντάς την συνέχισε την προσπάθειά του.

Εν τω μεταξύ διάφορα ζώα της ζούγκλας, από περιέργεια, αλλά και όχι μόνο, είχαν αρχίσει να συρρέουν πέριξ του κατεστραμμένου αεροσκάφους. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα η μυρωδιά του αίματος των αθώων θυμάτων της τραγωδίας αυτή που είχε προσελκύσει τα περισσότερα απο αυτά και δη τα σαρκοβόρα.

Έντρομος ο μουσικός, έπραξε εκείνο που κάθε φορά έπραττε στη ζωή του όταν οι συνθήκες στις οποίες ευρίσκετο δε του ήταν ευχάριστες ή ευνοϊκές. Άρχισε να παίζει μουσική.

Αυτή εξημέρωσε τα ήθη των, αγρίων κατά τα φαινόμενα, ζώων που τώρα βρίσκονταν ήρεμα γύρω του και τον άκουγαν να τραγουδά. Μάλιστα όποιο ζώο προσέρχετο εις τον τόπο έκανε ακριβώς το ίδιο, με αποτέλεσμα ο μουσικός να έχει τελικώς βρεθεί ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου που ευσεβώς επιδίδετο εις την ακρόαση των ασμάτων του.

Αρκετά άσματα αργότερα και ενόσω κλίμα κατανύξεως είχε επικρατήσει, από τα βάθη της ζούγκλας ενεφανίσθη αργοπορημένος λέων, κινούμενος όσο ταχέως του επέτρεπε το εμφανές γήρας του, ο οποίος αγνοών παντελώς τα άλλα ζώα αλλά και τα ακούσματα του μουσικού, έφθασε εις τη θέση που ο τελευταίος εστέκετο και χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό τον εκατασπάραξε μπρός στα έκπληκτα μάτια του ακροατηρίου, που εν αρρύθμω χορώ αυθορμήτως ανεφώνησε

"Το μαλάκα τον κουφό, μας το χάλασε".


Επιμύθιον.

Εάν είστε μουσικός και βρεθείτε στη ζούγκλα, μην ελπίζετε εις την εξημέρωση δια της μουσικής ακροάσεως απάντων των, φαινομενικά έστω, αγρίων ή μη ειδών.

Αι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τους κανόνας αδιακρίτως.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Σοκ και Τ.Ι.Ν.Α.*

Βιώνουμε σήμερα το δόγμα του σοκ σε μεγαλύτερη κλίμακα από ποτέ στην ιστορία. Η συνταγή του θείου Μίλτι, παλιά και δοκιμασμένη, αρχικά στη λατινική Αμερική, την Ευρώπη, αργότερα στις ΗΠΑ, τώρα σε όλο τον κόσμο. Με αφορμή μια φυσική καταστροφή και επιχείρημα την ανάγκη επείγουσας παρέμβασης, αντί να στραφούμε στις υποδομές και να τις ενισχύσουμε, βαλλόμαστε μεθοδικά ώστε να δεχτούμε την αποδόμηση των κοινωνικών θεσμών αρχικά και ως εκ τούτου περαιτέρω εκπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ίδια τη δημοκρατία στη συνέχεια.

Με αφορμή αυτή τη φορά την εξάπλωση μιας μεταδοτικής νόσου, βρισκόμαστε να παρακολουθούμε τις κυβερνήσεις ταμπουρωμένες πίσω από το φόβο του πολιτικού κόστους, τα μέσα ενημέρωσης μπουκωμένα χρήμα να αλυχτούν προπαγάνδα κι εμάς σε πανικό να αναλωνόμαστε σε λεπτομέρειες, ενώ θα έπρεπε να δούμε ξεκάθαρα τη μεγάλη εικόνα. Κάθε απολυταρχικό καθεστώς, από τους αρχαίους τυράννους, τους Αδόλφους και τους Ντούτσε, τους Μπατίστα και τους Πινοσέ, το ίδιο επιχείρημα προβάλλει, την έλλειψη εναλλακτικής, (*Δόγμα T.I.N.A. “There Is No Alternative”). Θυμηθείτε το δικό μας Παπαδόπουλο, για κατασπαραγμό, φαυλοκρατία και κρημνό μιλούσε. Σήμερα βλέπουμε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να πράττει ακριβώς το ίδιο. Επιχειρεί να επιβάλλει ως “μόνη λύση” αυταρχικά, ένα άλμα από την καραντίνα στον εμβολιασμό, μη έχοντας κάνει στο μεταξύ απολύτως τίποτα για την ενίσχυση των υποδομών και της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα περιφρονεί και καταπατά συστηματικά τους πολιτειακούς θεσμούς και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αν θέλουμε να λεγόμαστε προοδευτικοί και δημοκράτες, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να δεχτούμε κανενός είδους τέτοιο επιχείρημα μη ύπαρξης εναλλακτικής από κανέναν. Γιατί στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Κι όπου υπάρχουν αδιέξοδα, αυτό καταδεικνύει έλλειμμα δημοκρατίας. Πρέπει συνεπώς να στραφούμε στους θεσμούς.

Ένα οποιοδήποτε εμβόλιο δε θα έρθει εγκαίρως. Τα ισχύοντα πρωτόκολλα ελέγχου τέτοιων σκευασμάτων απαιτούν μια σειρά από συγκεκριμένες χρονοβόρες μελέτες και δοκιμές πριν καταστεί αδιαμφισβήτητη επιστημονικά η ασφαλής χρήση τους σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ποτέ στη σύγχρονη ιστορία κάποιο εμβόλιο ή φάρμακο δε χορηγήθηκε με τη διαδικασία του επείγοντος κι ο λόγος γι αυτό είναι πολύ σοβαρός και συγκεκριμένος. Για να μην προκαλέσει μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ αυτό που θεωρητικά αποπειράται να λύσει. Δε μπορούμε να παίζουμε μ’ αυτά τα πράγματα. Οι θεσμικές διαδικασίες είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να εξαλείφουν το ενδεχόμενο του ανθρώπινου λάθους. Γιατί κ’ οι επιστήμονες άνθρωποι είναι.

Το αφήγημα της υποχρεωτικότητας αντιτίθεται κι αυτό στη διεθνή νομοθεσία, όπως αυτή απορρέει από τη συνθήκη της Νυρεμβέργης, του Οβιέδο, αλλά και του εθνικού μας Συντάγματος, υπό το ίδιο πρίσμα της προστασίας του ανθρώπου από παντός είδους “επείγουσες” παρεμβάσεις και εκπτώσεις. Η χώρα μας δεσμεύεται ρητά από τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει, σε σχέση με τη μη υποχρεωτική εφαρμογή οιασδήποτε ιατρικής πρακτικής σε άτομο, χωρίς την πρότερη συγκατάθεσή του. Κάθε τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε σαφή παράβασή τους.

Όμως μη γελιόμαστε, αυτή τη στιγμή μεθοδεύεται ένας μεγαλειώδης εκβιασμός της κοινωνίας. Στα πλαίσια του καλλιεργούμενου πανικού, προωθούνται και προβάλλονται οι ακραίες, ως και υστερικές, απόψεις που προκαλούν κοινωνικό διχασμό. Οποιαδήποτε λογική φωνή αρχικά λοιδορείται και στη συνέχεια συκοφαντείται κατατασσόμενη με συνοπτικές διαδικασίες σε κάποιο από τα δύο άκρα. Οι πολίτες απειλούνται με έμμεσο τρόπο να συναινέσουν στην αποδοχή της παραχώρησης δικαιωμάτων τους, χωρίς σαφή χρονικό ορίζοντα, με αποκορύφωμα την αποδοχή ενός μη αποδεδειγμένα ασφαλούς σκευάσματος, πριν καν αυτό εμφανιστεί στην αγορά, με διάφορους ευφάνταστους τρόπους, πάντα με επιχείρημα την έλλειψη χρόνου και εναλλακτικής λύσης. Προοπτική περιορισμών σε μετακινήσεις, επαγγελματική δραστηριότητα, πρόσβαση σε δομές υγείας, εγγραφές σε σχολεία, κοινωνική συναναστροφή, συνέχιση παντός είδους παράλογων και χωρίς καμιά επιστημονική βάση περιοριστικών μέτρων, προβάλλεται απέναντι σε κάθε επιφύλαξη προς το κυρίαρχο αφήγημα της άνευ όρων συναίνεσης. Κι ενώ αποδεχόμαστε ως απαράδεκτη τη βίαιη επιβολή πάσης ιατρικής πρακτικής, δεν αναγνωρίζουμε ως βια τον παραπάνω εκβιασμό.

Όλα τα προηγούμενα αποτελούν κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών εγγενών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας, της ισότητας, της ελευθερίας, της ασφάλειας, της ισονομίας, της ιδιωτικότητας, της έκφρασης, της εκπαίδευσης, της υγείας, της εργασίας, της μετακίνησης. Προσωπικά έχω κάνει εμβόλια για τον τύφο, τον κίτρινο πυρετό, την ηπατίτιδα β’, καθώς επίσης όλα τα απαραίτητα εμβόλια ως παιδί και έφηβος, μαζί με τα στρατιωτικά. Το παιδί μου επίσης, όσα αναλογούν στην ηλικία του. Δε θα δεχόμουν όμως ποτέ ένα εμβόλιο που δεν έχει ελεγχθεί σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα που ισχύουν μέχρι σήμερα και δε θα δεχόμουν ποτέ την επιβολή του σε κανένα άνθρωπο. Επίσης δε μπορώ να δεχτώ όσους παράλογους και αβάσιμους περιορισμούς μου έχουν δια της βίας μέχρι τώρα επιβληθεί. Οποιαδήποτε διασύνδεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με οποιοδήποτε πιστοποιητικό συνιστά αυτόματα δυστοπία, στην οποία αρνούμαι να συμμετέχω, πόσο μάλλον να την υποστηρίξω κι όλας. Να μην επιστρέψουμε στην εποχή των πιστοποιητικών κοινωνικών ή άλλων φρονημάτων.

Επιστροφή στους θεσμούς λοιπόν. Ενίσχυση των δομών υγείας, παιδείας, δικαιοσύνης και παραμονή στο διεθνή θεσμοθετημένο στρατηγικό σχεδιασμό αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων απαρρέκκλιτα και με ψυχραιμία. Αυτό δηλαδή που οι Άγγλοι περιγράφουν με την έκφραση “Stick to the plan”. Ενός σχεδίου διαμορφωμένου μέσα από την παγκόσμια εμπειρία πολλών δεκαετιών και τα στοιχεία αμέτρητων δοκιμών και λαθών. Ο σεβασμός στα πρωτόκολλα, τις διαδικασίες ασφαλείας και τις συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούσε πάντοτε το λαμπρότερο και ασφαλέστερο φάρο. Μετά τη λήξη του συναγερμού μπορούμε να αναθεωρήσουμε το σχέδιο με βάση τη νέα εμπειρία. Οποιαδήποτε παρέκκλιση πριν όμως έχει αποδειχτεί ιστορικά σε όλες τις περιπτώσεις μοιραία.

Keep calm and carry on.

Η δημοκρατία σήμερα δέχεται επίθεση παγκοσμίως περισσότερο από ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες. Αμφισβητείται και αποδομείται συστηματικά. Είναι απαραίτητο λοιπόν να στηρίξουμε τη δημοκρατία ξεκινώντας από τα καθ’ ημάς. Γιατί αν δε τη φυλάττουμε εμείς ως πολίτες, ποιος θα το κάνει? Και πρέπει να το κάνουμε από μέσα, τηρώντας τις διαδικασίες ευλαβικά. Μας το δίδαξε ο Δημοσθένης όταν έγραψε το όνομά του στο όστρακο, το είδαμε στις πρόσφατες Αμερικανικές εκλογές, το ζούμε στη δική μας χώρα καθημερινά, πως ακόμα και η υποψία μη τήρησης της νομιμότητας προσβάλλει ανεπανόρθωτα τον πυρήνα της δημοκρατίας. Η γυναίκα του Καίσαρα δε φτάνει να είναι τίμια, οφείλει να φαίνεται και ως τέτοια. Δεν υπάρχει δικαιολογία για το αντίθετο.

Ζούμε τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας, όχι της συζύγου του Ιουλίου Καίσαρα, αλλά μεταφορικά, όσο αφορά στον καπιταλισμό και στο νεοφιλελευθερισμό. Οι πολιτικοί συσχετισμοί έχουν αλλάξει άρδην. Μετά από αιώνες ολόκληρους το σχήμα του ρήτορα και του πλήθους των ακροατών υπό αυτόν έχει αντιστραφεί, με το πλήθος επιτέλους να ρητορεύει. Η ρητορική αυτή είναι πηγαία, ειλικρινής και αυθεντική. Στο νέο σχήμα η Πομπηία Σύλλα βρίσκεται στην κορυφή της συγκλήτου και το πλήθος σε αυτή του Καίσαρα. Για την ιστορία, να πούμε ότι η περίφημη φράση περί τιμιότητας ειπώθηκε μετά από διαζύγιο. Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι λοιπόν. Αμήν.


 

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Πως πέρασα στις διακοπές.

Οι διακοπές για ‘μένα ήταν πάντοτε μια πολυτέλεια. Θυμάμαι τον εαυτό μου να δουλεύει μέσα στη ζέστη τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής μου. Φέτος δεν είχα δουλειά, έτσι αποφάσισα να κάνω στην οικογένεια και τον εαυτό μου ένα μικρό δώρο. Ακολούθησα τη συμβουλή δύο καλών φίλων, του Διονύση και της Άλκηστης, τους οποίους ξεκινήσαμε να συναντήσουμε σε κάποιο κάμπινκ της Μάνης. 

“Έλα, είναι πολύ οικονομικό. Έχει κι ένα ποταμάκι που βγαίνει ακριβώς μπροστά στην παραλία κι όλοι αμολάνε τα πιτσιρίκια τους εκεί και παίζουν. Μην πας και μπλέξεις με νησιά, καράβια και μάσκες, κρίμα είναι.”.

Ήταν ακριβώς έτσι. Μια μεγάλη έκταση με αλμυρίκια, ένα μαγαζάκι για καφέ, το ποταμάκι με αμέτρητα πιτσιρίκια μέσα και μια υπέροχη παραλία με κάτασπρα βότσαλα. Ο ιδιοκτήτης ήταν πολύ χαλαρός, τον ρώτησα που μπορούσα να στήσω τη σκηνή μου και μου είπε να τη στήσω όπου μου άρεσε. Τον ρώτησα που μπορούσα να τον βρω για να του δώσω τα στοιχεία μου και φεύγοντας με το ποδήλατό του μου είπε να μην αγχώνομαι. Ήπια ένα σωστό φραπέ, έκανα τη βουτιά μου και το βράδυ ξάπλωσα να κοιμηθώ έχοντας ένα χαμόγελο μακαριότητας στα χείλη καθώς ο βραδυνός αέρας έφερνε στ’ αυτιά μου γλυκές μελωδίες Bad Religion και Dead Kennedys από το καφενείο του κάμπινκ δίπλα στην παραλία.


Οι μέρες κύλισαν όμορφα, ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν. Κάναμε το μπάνιο μας τρις ημερησίως στη θάλασσα, τρώγαμε ελαφρά σε κοντινά μαγαζάκια της περιοχής, εξερευνούσαμε τις διπλανές παραλίες, απολαμβάναμε τον καφέ μας, ο μικρός πλατσούριζε αδιαλείπτως στο ποταμάκι φτιάχνοντας πύργους στις όχθες με τους νέους φίλους του, η Κωσταντίνα χαλάρωνε με την Άλκηστη κι εγώ έκανα πολιτικές συζητήσεις με το Διονύση. Πόσο μου είχε λείψει όλο αυτό. Και περισσότερο απ’ όλα ο καφές, ένας σωστός καλοφτιαγμένος καλοκαιρινός φραπές. Πήξαμε στα φρέντο μωρ’ αδερφάκι μου.


Ήταν το μεσημέρι μια μέρα πριν φύγουμε. Σηκωθήκαμε από το τραπέζι να πάμε στη σκηνή ν’ αλλάξουμε. Ο γιός μου με παρακάλεσε να μείνει άλλα πέντε λεπτά, είχαν βαλθεί μ’ ένα φίλο του να κατασκευάσουν σκαλοπάτια στην όχθη του ποταμού. Δε θέλησα να του χαλάσω το χατήρι κι έτσι έμεινα να τον περιμένω λίγο ακόμα. Τα δυό παιδάκια συνεργάζονταν άψογα, ο ένας έσκαβε μ’ ένα πλαστικό φτυαράκι κι ο άλλος κουβαλούσε νερό μ’ ένα παιχνίδι ποτιστήρι. Είχε μεγάλη πλάκα, ήταν τόσο συγκεντρωμένα στο έργο τους, αισθάνονταν σα να κατασκεύαζαν τη γέφυρα Ρίου-Αντιρίου. Την ευτυχία τους διέκοψε μια κοπελίτσα λίγο πάνω από τα είκοσι, η οποία μόλις έφτασε στον τόπο του εγκλήματος άρχισε να τους λέει πως δεν έπρεπε να το κάνουν αυτό γιατί κατέστρεφαν την όχθη και λέρωναν το ποτάμι. Τα παιδάκια φυσικά την αγνόησαν, όμως πολύ σύντομα μπήκε στο παιχνίδι και ο φίλος της που άρχισε να τους λέει τα ίδια. Τα παιδάκια τους κοιτούσαν με απορία, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς τους έλεγαν, ενώ η κοπέλα κάθισε πάνω στα σκαλοπάτια που μέχρι εκείνη τη στιγμή έσκαβαν για να τα εμποδίσει.


Η κατάσταση κλιμακώθηκε γρήγορα όταν το νεαρό ζευγάρι ζήτησε το λόγο από τον παππού του παιδιού που έπαιζε με το γιο μου, λέγοντάς του πως έπρεπε να ντρέπεται γιατί επέτρεπε στα παιδιά να καταστρέφουν το περιβάλλον. Ήταν ένας ψηλός αδύνατος κύριος γύρω στα εβδομήντα, που πολύ ήσυχα προσπάθησε να τους εξηγήσει πως τα παιδάκια δεν έκαναν κάτι κακό κι ως εκ τούτου δεν είχε καν το δικαίωμα να τα διακόψει. Το νεαρό ζεύγος άστραψε και βρόντηξε περιγράφοντας την κατάσταση περίπου σα την καταστροφή του Αμαζονίου και το βίαιο εκτοπισμό των αυτόχθονων ιθαγενών του από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες, λέγοντας πως το ποταμάκι έκρυβε στις όχθες του πολύτιμο άργιλο, πως τα παιδιά σπαταλούσαν αυτό το σπάνιο φυσικό πόρο σκάβοντας, λέρωναν το νερό, άλλαζαν τη ροή του ποταμού και άλλα τέτοια φαιδρά.


Κοίτασμα ιαματικού αργίλου βεβαίως δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία τους. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές πως επρόκειτο για το πολύ λεπτό γκρίζο χώμα της περιοχής, που όταν ήταν βρεγμένο σχημάτιζε λάσπη που έμοιαζε στην υφή με πηλό. Ούτε και κάποιο σπάνιο είδος γαιοσκώληκα διέκρινα μέσα του. Ο δε περίφημος ποταμός, πλάτους περίπου πέντε μέτρων, όπως με είχε πληροφορήσει νωρίτερα ο Διονύσης, κάθε χρόνο εξέβαλε και σε διαφορετικό σημείο της παραλίας. Ήρθαν στο μυαλό μου εικόνες αποστεωμένων ρακένδυτων παιδιών στην Αφρική και τη Δυτική Ασία, να εξορύσουν υπό την απειλή καλάσνικοφ λίθιο για τις μπαταρίες έξυπνων κινητών τηλεφώνων ηλίθιων ανθρώπων, που κόπτονται για το φυσικό περιβάλλον την ίδια στιγμή που η μόνη σχέση που έχουν με αυτό είναι οι δεκαπέντε μέρες το χρόνο που περνούν σε κάποιο Ρούκουνα. Αισθάνθηκα το μέγεθος της γελοιότητας που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου και με κατέβαλε μια απέραντη αμηχανία.


Αφού ξεπέρασα την πρώτη κρυάδα το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να μην επέμβω. Ο καλός παππούς ενοχλημένος μεν, με Βουδιστική ηρεμία δε, ήλεγχε την κατάσταση προσπαθόντας να τους εξηγήσει πως όλα όσα του έλεγαν ήταν εντελώς παράλογα. Αισθάνθηκα πως οποιαδήποτε παρέμβαση εκ μέρους μου μάλλον θα έκανε τα πράγματα χειρότερα δίνοντας επιπλέον σημασία στο ασήμαντο και δεν είπα τίποτα. Η ώρα είχε ήδη περάσει, οπότε κινήθηκα προς το μέρος του παππού, του έσφιξα το χέρι και τον ευχαρίστησα.


Κύριέ μου, είστε η φωνή της λογικής. Δυστυχώς έχει επικρατήσει παντού η υστερία.”


Στη συνέχεια πήρα από το χέρι τον εντελώς απορημένο γιό μου για να φύγουμε. Το αστείο έμοιαζε να είχε τελειώσει, όμως δεν πρόλαβα να κάνω δυό βήματα και προς έκπληξή μου είδα ένα μουσάτο εξηντάρη που είχε στήσει τη σκηνή του έξω από το κάμπινγκ και πουλούσε ελιές και μέλια σ’ ένα τραπεζάκι μπροστά στο καφενείο, μαζί με μια ξερακιανή εμμηνόπαυση παρόμοιας ηλικίας, να κινούνται απειλητικά προς το μέρος μας. Άρχισαν αίφνης όλοι μαζί με αρχηγό το μουσάτο να φωνάζουν στον παππού, λέγοντας του πως είναι υπέυθυνος αυτός και κάτι σα του λόγου του για την κατάντια της κοινωνίας, την καταστροφή του περιβάλλοντος, ίσως και για την επικράτηση του παγκόσμιου καπιταλισμού, δεν ενθυμούμαι καλώς, επειδή δε βάζει όρια στα παιδιά με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται κακομαθημένα.


Ο κλασικός μαλάκας γεροφρικιός που έρχεται να σε βρεί στην άκρη του κόσμου να σου πρήξει τ’ αρχίδια, για να ικανοποιήσει την άσβεστη επιθυμία του να παραστήσει με κάθε ευκαιρία το φύλαρχο και να σου πάρει την τελευταία σκιά της παραλίας, επειδή μόνο αυτός κατά τα λεγόμενά του κατέχει τη γνώση να τη διαχειριστεί ορθά ώστε να μη διαταραχθεί η ισορροπία του σύμπαντος, ο δορυφόρος του γεροφρικιού, η πιτσιρίκα που είχε την ακατανίκητη παρόρμηση να βροντοφωνάξει περίτρανα πως είναι η μαχητικότερη ακτιβίστρια της νότιας Πελοποννήσου και φυσικά ο γκόμενός της που έπρεπε κι αυτός μάνι μάνι να βρεί ένα τρόπο να παραστήσει τον άντρα, όλοι μαζί προπυλάκιζαν ένα ήρεμο άνθρωπο που υπερασπιζόταν το προφανές.


Εκεί δεν άντεξα, έβαλα τις φωνές.


Ρε πάτε καλά? Δε ντρέπεστε που την πέσατε όλοι μαζί στον άνθρωπο?


Φυσικά ο μουσάτος έστρεψε τα πυρά του κατ’ ευθείαν σ’ εμένα.


-Αφήνετε τα κακομαθημένα σας να καταστρέφουν το περιβάλλον.

-Ποιό περιβάλλον καταστρέφουν?

-Καταστρέφουν την κοίτη του ποταμού.

-Ποιά κοίτη ρε φίλε? Με την πρώτη βροχή δε θα υπάρχει κοίτη.

-Που το ξέρεις εσύ? Εγώ έρχομαι εδώ τριάντα χρόνια. Δε σε είδα πέρισυ.

-Παίξαν τα παιδιά με το χώμα και κάνετε λες και βάλανε φωτιά στο δάσος.

-Εκεί θα φτάσουν στο τέλος έτσι που τα κακομαθαίνετε. Δε σέβονται τίποτα.

-Είστε εγκεφαλικά νεκρός κύριε. Αν το πιστεύετε αυτό, είστε εγκεφαλικά νεκρός. Λυπάμαι, δε μπορώ να συνεχίσω.


Τους άφησα πίσω μου να γαυγίζουν σα τα σκυλιά. Το μουσάτο για την κοίτη και τα δάση, τη γριά για τα όρια στα παιδιά, την πιτσιρίκα για τους φυσικούς πόρους και το δικό της για κάτι παρόμοιο.


Το περιστατικό με προβλημάτισε, όχι γιατί βρέθηκα μπροστά σε ηλίθιούς, αλλά γιατί τελευταία αυτό μου συμβαίνει όλο και συχνότερα. Θυμήθηκα κάτι που είχε πει ο Ουμπέρτο Έκο.


«Έδωσαν δικαίωμα λόγου σε λόχους ηλιθίων οι οποίοι προηγουμένως δεν μιλούσαν παρά σε μπαρ, μετά από ένα ποτήρι κρασί. Τότε δεν έκαναν κακό στους υπόλοιπους. Εκεί κάποιος τους έκοβε την κουβέντα, ενώ τώρα έχουν το ίδιο δικαίωμα να μιλούν όσο κι ένα βραβείο Νόμπελ».


Ο Έκο βέβαια αναφερόταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ίσως όμως τελικά τα μέσα να μην είναι το πρόβλημα αλλά το περιβάλλον στο οποίο το πρόβλημα είναι περισσότερο ορατό. Το περιστατικό που έζησα δε συνέβη σε κανένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, αλλά σε φυσικό χώρο, παρουσία πολλών ανθρώπων, εκ των οποίων κανείς δεν πήρε θέση. Κανείς δεν έκοψε την κουβέντα στους ηλίθιους, παρότι έκαναν κακό στους υπόλοιπους με την ηλιθιότητά τους. Και μπορεί κανείς, όσο κι αν διαφωνεί μαζί τους, να υπερασπίζεται μέχρι θανάτου το δικαιωμά τους να λένε την άποψή τους, όμως δεν πρέπει να ξεχνά πως η ελευθερία του καθενός τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων. Επίσης δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να υπερασπίζεσαι μέχρι θανάτου το δικαίωμα κάποιου να λέει μαλακίες. Διότι αν δεν έχεις τη στοιχειώδη λογική να διακρίνεις ποιός λέει μαλακίες, αυτό ακριβώς θα συμβεί.


Μέχρι κάποια εποχή ήταν κοινή λογική το γεγονός ότι το περιβάλλον δε διέτρεχε κανένα απολύτως κίνδυνο από παιδάκια που παίζουν σ’ ένα ποταμάκι σκάβοντας. Η κοινή λογική όμως έχει πάει περίπατο, οι απανταχού ηλίθιοι έχουν αποκτήσει άποψη επί παντός επιστητού και η ελευθερία μετατράπηκε σε ελευθεριότητα, στο όνομα της οποίας φτάσαμε να καταπιέζουμε τον εαυτό μας μη τυχόν και άθελά μας καταπιέσουμε κάποιον ηλίθιο. Θεωρήσαμε προοδευτική την ιδέα να δώσουμε δικαίωμα λόγου στον κάθε μαλάκα και τώρα το πληρώνουμε πολύ ακριβά. Όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών, ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, ελευθερία της έκφρασης, ισότητα, προστασία του περιβάλλοντος, καθετί προοδευτικό, φαίνεται σα να εκφράζεται μέσω της υστερίας ανθρώπων που δεν έχουν ιδέα τι είναι αυτό για το οποίο μιλούν, αφού οι άναρθρες κραυγές τους υπερκαλύπτουν κάθε λογικό συλλογισμό. Και το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ότι όλοι αυτοί μας πρήζουν τα μέζεα, αλλά ότι η συμπεριφορά τους οδηγεί τις κοινωνίες μας σένα ολοένα αντιδραστικότερο συντηρητισμό, ιδίως τις νεότερες γεννιές. Αυτή είναι και η χρησιμότητα όλων αυτών των ηλιθίων, οι προοδευτικές απόψεις να ταυτίζονται στη συνείδηση της κοινής γνώμης με την υστερία τους και στο τέλος αυτό που ακούγεται από την άλλη πλευρά να είναι, “Ρε άντε γαμηθείτε”, όχι απέναντι στην ηλιθιότητα βεβαίως αλλά απέναντι σε κάθε προοδευτική σκέψη.


Ειλικρινά δεν έχω ιδέα πως να διαχειριστώ όλη αυτή την κατάσταση. Οι περισσότεροι φίλοι μου με συμβουλεύουν να μην ασχολούμαι, να μη χαλάω τη ζαχαρένια μου, πως ο κόσμος δεν αλλάζει, πως ηλίθιοι θα υπάρχουν πάντα για να κάνουν τη ζωή μας χειρότερη. Πολλές φορές επιλέγω να φύγω, να μην ασχοληθώ. Άλλες πάλι δεν αντέχω, βάζω τις φωνές. Εγώ χαλιέμαι, εγώ γίνομαι κακός. Ίσως πάλι εγώ να είμαι ο ηλίθιος κι αυτοί μια χαρά προοδευτικοί άνθρωποι που θέλουν το καλό της κοινωνίας. Ίσως τελικά εγώ να είμαι ο συντηρητικός. Έχω αρχίσει να αμφιβάλλω και για τον ίδιο μου τον εαυτό.


Όμως δεν αντέχω άλλο την υστερία. Και δε την αντέχω γιατί τελευταίως έχει αρχίσει να παίρνει βιβλικές διαστάσεις παγκοσμίως. Τις προάλες έβλεπα ένα βίντεο με τρείς κοπέλες που καθάριζαν τον τοίχο ενός κτηρίου στην Ουάσινκτον, που κάποιος είχε γράψει πάνω του BLM. Μια υστερική φωνή ακούστηκε πίσω από τη συσκευή που κατέγραφε την εικόνα. Ζητούσε το λόγο από τις κοπέλες που καθάριζαν το σύνθημα κατηγορώντας τες πως δε νοιάζονταν για τις ζωές των μαύρων. Αναρωτήθηκα αν η ίδια φωνή θα καθάριζε το ίδιο σύνθημα από τον τοίχο του σπιτιού της ή θα το άφηνε ως ένδειξη συμπαράστασης. Αναρωτήθηκα από πότε ο καθαρισμός ενός συνθήματος συνιστά απαραίτητα πολιτική πράξη. Αναρωτήθηκα από πότε η υστερία αποτελεί ένδειξη ακτιβισμού.

 

Τώρα πάω να φάω γιαούρτι ν' ασπρίσω γιατί μαύρισε η ψυχή μου.

Ο Kazabubu...