Κεφάλαιο Ι
Στην εξορία
-Δηλαδή για να καταλάβω, οι Άγγλοι τι πρόβλημα είχαν να κατεβάσουν
στρατό στην Πελοπόννησο; Όπου ήθελαν κατέβαζαν στρατό.
-Δεν είναι τόσο απλό, δε μπορούσαν να ανοιχτούν σ’ όλα τα μέτωπα.
Επίσης με τον ΕΛΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ να σκοτώνονται το σχέδιό τους για
απόβαση δεν είχε καμιά ελπίδα.
-Κι ο Βελουχιώτης που κολλάει;
-Μετά τη συμφωνία της “Πλάκας”,
-Της πλάκας; Χα χα χα, τι όνομα είναι αυτό για συμφωνία;
-Σε πληροφορώ δεν είχε καθόλου πλάκα.
-Και γιατί την είπαν έτσι;
-Γιατί έγινε στο χωριό με το ίδιο όνομα.
-Εκεί που το ποτάμι πήρε το γεφύρι κι έκλαιγε ο Τσίπρας;
-Ναι εκεί. Ο Βελουχιώτης βγήκε και τους είπε πως στην ουσία ο μόνος
που έβγαινε κερδισμένος ήταν ο Ζέρβας.
-Γιατί;
-Γιατί ο ΕΛΑΣ προέλαυνε κι ο Ζέρβας είχε μείνει πίσω.
-Γι αυτό τον φάγανε.
-Κατ’ αρχήν δε το ξέρουμε επίσημα.
-Έλα τώρα ρε, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια. Πότε τον φάγανε;
-Τρεις μήνες αργότερα.
-Κι έτσι κάνανε την απόβαση στην Πάτρα.
-Ναι, το σχέδιο “κιβωτός”.
-Η κιβωτός του Νώε.
-Ακριβώς.
-Έτσι λεγόταν το σχέδιο;
-Ναι “Κιβωτός του Νώε”.
-Θα μας τρελάνεις; Κιβωτός του Νώε, συμφωνία της πλάκας, ιστορία
της πλάκας. Δεν αφήνετε τις μαλακίες να πούμε για καμιά γκόμενα; Έχει
μείνει καθόλου τσίπουρο;
-Εδώ το λένε σούμα μάστορα.
-Αυτή τη μαλακία, έχει μείνει καθόλου;
-Ναι ρε, κάτσε να μας πει, που θα τα ξανακούσεις αυτά; Λέγε
επιστήμονα.
-Μαλάκες εγώ την κάνω, έχει πάει αργά και θα μας φύγει ο κώλος
αύριο στην κουζίνα.
-Καληνύχτα.
-Λοιπόν, τα υπόλοιπα τα ξέρετε, οι Άγγλοι έφτασαν μέχρι την Αθήνα,
μετά είχαμε τα Δεκεμβριανά, ήρθε ο Παπανδρέου από το Κάιρο, σήκωσε τη
σημαία στην ακρόπολη, βασιλιάς, Καραμανλής, τανκς, πολυτεχνεία, ΕΟΚ,
Παπανδρέου, Μητσοτάκης και δε συμμαζεύεται.
-Α γεια σου, κάτσε τώρα εσύ στην ειδική οικονομική ζώνη να
δουλεύεις για πεντακόσια ευρώ στο ξενοδοχείο. Γι αυτό θέλω να τα μάθω ρε,
για να ξέρω τι μου γίνεται. Άμα δεν είχαν φάει το Βελουχιώτη οι Άγγλοι
τώρα θα ήταν αλλιώς.
-Πως θα ήταν ρε μαλάκα; Πάλι μπανανία θα ήμασταν.
-Ναι, αλλά αλλιώς.
-Τι αλλιώς ρε μαλάκα, στα Βόρεια δεν είδες τι έγινε; Οι δικοί μου
κατέβηκαν στην Αθήνα με τα ρούχα που φορούσαν, γαμώ το Βελουχιώτη
σου κ’ η ξαδέρφη μου μιλάει Γιουγκοσλάβικα και το διαβατήριό της λέει
Μακεδονία.
-Αλήθεια ρε Μήτσο, στο Βορά τι έγινε;
-Τι έγινε; Κατέβηκαν οι σοβιετικοί.
-Ναι. Πως κατέβηκαν;
-Όταν κατέβασαν οι Άγγλοι στρατό στην Πελοπόννησο, ο Στάλιν το
θεώρησε πρόκληση και άρχισε να δίνει όπλα στους αντάρτες.
-Μέχρι τότε δεν έδινε;
-Όχι. Στη συμφωνία της Γιάλτας το έκανε θέμα, αλλά δεν έδωσε.
Τουλάχιστον επίσημα.
-Ναι αλλά μετά μπήκανε με τανκς και αεροπλάνα.
-Το ‘49 μετά την πέμπτη ολομέλεια του ΚΚΕ. Μέχρι τότε έδιναν όπλα
στους αντάρτες μέσω του Τίτο. Πρώτα τους έδιναν όπλα που άφησαν οι
Γερμανοί στο Κούρσκ για να μη φαίνονται οι ίδιοι.
-Ναι, ήξεραν οι αντάρτες να πετάνε αεροπλάνα.
-Περίμενε ρε, μην πηδάς από τη μια δεκαετία στην άλλη, κάτσε να μας
πει. Αρχικά υπήρξε δημοκρατία Βορείου Ελλάδος, έτσι δεν είναι ρε Μήτσο;
-Από Καβάλα μέχρι Νάουσα, υπό το ΚΚΕ και το Ζαχαριάδη.
-Και τα υπόλοιπα;
-Ξάνθη, Ροδόπη, Έβρος στη Βουλγαρία, Έδεσσα, Φλώρινα, Καστοριά,
Πτολεμαΐδα στη Γιουγκοσλαβία, Κόνιτσα, Ηγουμενίτσα, Κέρκυρα στην
Αλβανία κι ο ΕΔΕΣ κράτησε μέχρι Γιάννενα-Μέτσοβο κι έγινε η δημοκρατία
Νοτίου Ελλάδος.
-Αλλά πως ρε Μήτσο; Υποτίθεται θα γινόταν όλο Βόρεια Ελλάδα.
-Ναι, αρχικά οι άλλες σοβιετικές δημοκρατίες ήταν εγγυήτριες στην
περιοχή. Το σχέδιο υποτίθεται πως ήταν να ενοποιηθούν τα πρώην Βόρεια
Ελληνικά εδάφη υπό μια σοσιαλιστική δημοκρατία όταν θα
σταθεροποιούταν η κατάσταση.
-Και πως ακριβώς κατέληξε η Θεσσαλονίκη στη Γιουγκοσλαβία;
-Όταν πέθανε ο Στάλιν οι δικοί μας άρχισαν να σφάζονται.
-Στη Θεσσαλονίκη;
-Ναι. Ο πρώην δημοκρατικός στρατός που είχε γίνει τακτικός και η
αστυνομία που ήταν του Ζαχαριάδη.
-Και τα ‘βαλε η αστυνομία με το στρατό;
-Δεν ήταν απλή αστυνομία, στρατός ήταν κι αυτοί.
-Και τι έγινε;
-Τα πήραν οι σοβιετικοί στο κρανίο, σου λέει αυτοί είναι μαλάκες. Κι
έστειλε ο Χρουτσώφ τον Τίτο να τελειώσει την εξέγερση.
-Ήταν εξέγερση;
-Όχι ρε, έτσι το είπαν, για να σφίγγουν οι κώλοι.
-Καλά, με τον Τίτο δε τα είχαν σπάσει;
-Με τον Τίτο τα είχε σπάσει ο Στάλιν, γιατί μπήκε στην Ελλάδα ενώ
υποτίθεται θα έδινε μόνο όπλα.
-Έτσι έφτασε ο Ζαχαριάδης στη Θεσσαλονίκη;
-Περίπου. Έγινε ολόκληρη ιστορία που του παίξανε οι Βούλγαροι, γιατί
αυτοί του μετέφεραν τη γραμμή του Στάλιν.
-Και μετά ο Ζαχαριάδης;
-Μετά ο Ζαχαριάδης βρέθηκε στο Μποροβίτσι να βόσκει τα δέντρα.
-Πάντως εγώ το πιστεύω, αν δεν είχαν μπει οι Άγγλοι θα ήμασταν
αλλιώς.
-Δηλαδή πως θα ήμασταν; Θα μιλούσαμε κι εμείς Γιουγκοσλάβικα;
-Όχι ρε μαλάκα, κατ’ αρχήν μην πετάγεσαι, μιλάω με τον επιστήμονα.
Θα ήμασταν αλλιώς, δεν ξέρεις, μπορεί να μιλούσαν στη Γιουγκοσλαβία
Ελληνικά ή στην Αλβανία. Μπορεί να ήταν και η Βόρεια Ελλάδα μαζί με τη
Νότια.
-Πως ρε ηλίθιε; Οι Άγγλοι θα έμπαιναν ούτως ή άλλως, αφού δικοί τους
σύμμαχοι ήμασταν, δεν ήμασταν των Ρώσων. Και στη Γιάλτα που λέει ο
Μήτσος από δω ότι ο Στάλιν το ‘κανε θέμα, τελικά συμφώνησε.
-Λες μαλακίες.
-Ρε άντε γαμήσου που λέω μαλακίες, παπάρα, σου ‘χουνε πιπιλήσει το
μυαλό οι Τροτσκιστές εκεί που ‘χεις μπλέξει στην Αθήνα.
-Να τους αφήσεις ήσυχους τους Τροτσκιστές, είναι το μόνο κόμμα που
λέει την αλήθεια.
-Μαντρί για να σε φακελώνουν είναι ρε κόπανε, κάθομαι και
κουβεντιάζω μαζί σου, κρετίνε. Πάω για ύπνο, βαρέθηκα.
-Καληνύχτα αγάπη μου. Ο Λέων Τρότσκι να ευλογεί τα όνειρά σου.
-Άντε γαμήσου ρε. Τράβα πέσε για ύπνο, θα σέρνεσαι αύριο.
-Έρχομαι αγάπη μου. Δωσ’ μου ένα φιλάκι.
-Τράβα ρε.
-Μήτσο έρχεσαι;
-Τώρα παιδιά, τελειώνω το τσίπουρο κι έρχομαι.
Ο Μήτσος έμεινε στο μικρό μπαλκονάκι στην ησυχία της καλοκαιρινής
νύχτας και κάπνιζε. Είχε πάει αργά και το τσίπουρο τον είχε πειράξει λίγο.
Έμεινε μόνος με τις σκέψεις του. Δεν ήταν πάντα έτσι, είχε ξεκινήσει τη ζωή
του με άλλες προσδοκίες. Τελείωσε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο και
ξεκίνησε να δουλεύει σε μια εφημερίδα της Αθήνας, είχε όνειρο να γίνει
πολιτικός συντάκτης. Πολύ γρήγορα βρέθηκε από τη λάτζα της
αποδελτίωσης να έχει μια δική του μικρή στήλη που σχολίαζε χιουμοριστικά
την επικαιρότητα. Οι περισσότεροι παλιοί συντάκτες αρχικά είχαν
αντιδράσει. Πως είχε βρεθεί δηλαδή το κωλόπαιδο να έχει δική του στήλη
και μάλιστα άρθρο γνώμης, δε μπορούσαν να το χωνέψουν. Κάποιοι άλλοι
τον υποστήριζαν, συζητούσαν μεταξύ τους πως ο μικρός είχε πολύ καλή
πένα. Μαζί κι ο αρχισυντάκτης ο “μπάρμπα Νιόνιος” με τ’ όνομα, που τον
αγαπούσε σα γιο του. Μάλιστα τον έλεγε γιο του μπροστά στους υπόλοιπους
για να τον πειράξει. Τον προσφωνούσε “Υιέ μου, υιέ μου” κι ο Μήτσος
ντρεπόταν. Έκανε και ραδιόφωνο ο Μήτσος, αλλά μετά τον χτύπησε η
κρίση. Αρχικά προσπάθησε να φύγει στο εξωτερικό αλλά δεν τα κατάφερε.
Τώρα στα σαράντα του είχε γίνει μάγειρας και δούλευε σ’ ένα
ξενοδοχείο all inclusive στην Ρόδο, στην ειδική οικονομική ζώνη
Νοτιοανατολικού Αιγαίου. Έπαιρνε πεντακόσια πενήντα ευρώ καθαρά μαζί
με το επίδομα τέκνου και κάτι λίγα μαύρα. Τα περισσότερα τα έστελνε στην
Πάτρα, ήταν παντρεμένος με ένα παιδί, είχε να δει την οικογένειά του εδώ
και πέντε μήνες. Του έμεναν ακόμα δύο μήνες στο νησί, μετά θα γύριζε για
λίγο πίσω και μετά πάλι επτά μήνες στην εξορία. Το μεροκάματο που θα
έπρεπε να πάρει στο σπίτι του αναγκαζόταν να τρέξει στην άλλη άκρη της
χώρας για να το βρει. Η ανεργία είχε σαρώσει τα πάντα, ο τουρισμός ήταν
από τους λίγους τομείς που δεν είχαν πεθάνει ακόμα. Κάποιοι άλλοι που
δούλευαν στην ειδική ζώνη του κεντρικού Αιγαίου, στη Σαντορίνη και τη
Μύκονο, έβγαζαν λίγο περισσότερα. Αλλά εκεί οι συνθήκες ήταν ακόμα
χειρότερες και για να πας να δουλέψεις σ’ αυτά τα νησιά ήθελες σημείωμα
από βουλευτή της κυβέρνησης κι ο Μήτσος δε το είχε.
Έτσι τώρα έμενε στο δωμάτιο του παλιού ξενοδοχείου που μίσθωνε η
πολυεθνική για την οποία εργαζόταν, μαζί με άλλους τρεις μάγειρες και μόνη
του διασκέδαση εκείνο το τσίπουρο τα βράδια στο μπαλκόνι, που το
έπαιρναν με χίλιες προφυλάξεις από ένα τσοπάνη στο διπλανό χωριό. Δεν
ήταν και πολύ καλό, ο τσοπάνης το έφτιαχνε μόνος του κρυφά στη στάνη και
μύριζε λίγο άσχημα. Μετά το τρίτο ποτήρι σε ζάλιζε κι έπρεπε να θυμάσαι να
πίνεις πολύ νερό για να μην έχεις πονοκέφαλο την άλλη μέρα. Όμως ήταν
φτηνό, το έπαιρναν πέντε ευρώ το κιλό. Αν έπαιρναν τυποποιημένο θα
ήθελαν τριάντα ευρώ για ένα μπουκάλι μισόκιλο, δε συνέφερε με τίποτα. Η
φορολογία στο αλκοόλ και τα τσιγάρα είχε φτάσει εξήντα τοις εκατό. Οι
αλλοδαποί τουρίστες της ζώνης όταν έφευγαν έπαιρναν επιστροφή φόρου, το
ίδιο όμως δεν ίσχυε για τους Έλληνες, οπότε τσοπάνη και πάλι τσοπάνη. Οι
πιτσιρικάδες έπιναν και κανένα τσιγάρο που αγόραζαν από τους ντόπιους
που δούλευαν στο ξενοδοχείο. Όλοι έπιναν δηλαδή εκτός από το Μήτσο, όχι
επειδή δε του άρεσε αλλά γιατί ήταν κι αυτό πανάκριβο. Οι ντόπιοι δεν
έδειχναν καμιά οικονομική αλληλεγγύη στους ξένους συναδέλφους τους.
Έπαιρναν ρίσκο βέβαια με αυτό που έκαναν, θα μπορούσαν όμως να
ζητήσουν κάτι λιγότερο από είκοσι ευρώ για ένα γραμμάριο κακής φούντας,
που ανάθεμα κι αν ήταν γραμμάριο δηλαδή, τους έγδερναν κανονικά. Ο
Μήτσος τα κράταγε τα λεφτά του για να τα στέλνει στο σπίτι, το σκατό του
παξιμάδι έκανε.
Χάζευε τους τοίχους στο μπαλκόνι, ήταν κατακίτρινοι και
μουχλιασμένοι, είχαν ραγίσει από τα χρόνια. Τα μπετά ήταν φουσκωμένα
από την υγρασία και μέσα από τις ρωγμές έβγαινε σκουριά. Ο κήπος του
ξενοδοχείου ήταν γεμάτος ξερά χορτάρια. Στην πίσω πλευρά είχε και μια
παλιά πισίνα καλυμμένη ως πάνω με χώμα. Όταν δούλευε εκείνο το
ξενοδοχειάκι θα πρέπει να ήταν πολύ γουστόζικο, όμως τώρα είχε ρημάξει
τελείως. Κάποιος από το χωριό του είχε πει πως ήταν οικογενειακή
επιχείρηση και πως πήγαινε πολύ καλά. Είχε κλείσει πριν χρόνια, όταν
ξεκίνησαν οι ειδικές οικονομικές ζώνες τη δεκαετία του ενενήντα και
σήμαναν στην ουσία την αρχή του τέλους και για την τελευταία οικογενειακή
επιχείρηση. Μόνο κανένα ψιλικατζίδικο έμενε να το έχουν οι ντόπιοι, κανένα
σουβλατζίδικο, κανένα καφενείο ή κανένα μπακάλικο κι αυτά όσα είχαν
απομείνει από παλιά. Όλα τα άλλα μαγαζιά ήταν ξένα. Η νομοθεσία ζητούσε
εγγυητικές επιστολές πολλών χιλιάδων ευρώ από τράπεζα για ν’ ανοίξεις
επιχείρηση μέσα σε ζώνη και φυσικά τέτοια δεν έπαιρνε κανένας, οπότε
ουσιαστικά δεν εκδίδονταν άδειες για καινούριες επιχειρήσεις σε ντόπιους.
Εκτός βέβαια κι αν κάποιος είχε σύσταση από κάποιο υπουργό. Οι ντόπιοι
τώρα ασχολούνταν λίγο με την κτηνοτροφία, λίγο με τα αγροτικά, αλλά οι
περισσότεροι έτρεχαν στα ξενοδοχεία.
Ο Μήτσος σκεφτόταν τη σχολή του, το μπαράκι που δούλευε στα
Εξάρχεια όταν ήταν φοιτητής, τα πρώτα χρόνια στην εφημερίδα, το μπάρμπα
Νιόνιο, που να ήταν τώρα ο μπάρμπα Νιόνιος; Το σπίτι του στην Αθήνα, τα
τσιγάρα που έπινε τότε, τα λεφτά που έπαιρνε, τα όνειρα που έκανε. Τώρα
δεν έκανε όνειρα. Τράβηξε την τελευταία γουλιά τσίπουρο που είχε στο
ποτήρι του και πήγε να ξαπλώσει. Οι πιτσιρικάδες κοιμόντουσαν ήδη. Τον
κορόιδευαν που ήταν πιο μεγάλος και ήταν ακόμα Β’ μάγειρας στην ηλικία
του, όμως τους πρόσεχε στην κουζίνα. Τώρα αυτά ήταν τα δικά του παιδιά
στη δουλειά, όπως είχε εκείνον ο μπάρμπα Νιόνιος. Βέβαια οι τσογλαναρέοι
δε ντρεπόντουσαν καθόλου, μάλιστα τον έλεγαν και “μάνα του λόχου”. Σ’
εκείνον όμως έτρεχαν κάθε φορά που τους στρίμωχνε κανένας στη δουλειά
κι εκείνος ήταν που καθάριζε πάντα για πάρτη τους. Μαζί του συζητούσαν
ότι τους απασχολούσε, από γκόμενες και δουλειές μέχρι για τα πολιτικά τον
συμβουλεύονταν. Όπως ο Κωστάκης απ’ την Αθήνα που τον ρωτούσε
συνέχεια για το αντάρτικο. Ήταν γραμμένος στους Τροτσκιστές ο Κωστάκης,
το ‘χε πάρει ζεστά, ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο. Δεν ήξερε ούτε τα βασικά
ακόμα και είχε βαλθεί να μάθει όλη τη σύγχρονη Ελληνική ιστορία από το
ίντερνετ. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι εκείνα τα παιδιά ενδιαφέρονταν για την
πολιτική, σε αντίθεση με τη γενιά του Μήτσου. Ο Μήτσος τράβηξε το
σεντόνι και γύρισε πλευρό. Τον περίμενε δύσκολη μέρα στην κουζίνα.
Κάθε μεσημέρι σχολούσε στις δύο, επέστρεφε στο δωμάτιο, έκανε ένα
μπάνιο κι έπεφτε για ύπνο για κανένα δίωρο. Μόλις ξυπνούσε έπαιρνε το
παλιό ΜΖ και κατέβαινε στα Στεγνά. Ήταν ένα μικρό ψαροχώρι που δεν είχε
πολύ τουρισμό, ήταν η πιο κοντινή παραλία. Εκεί είχε πιάσει φιλίες μ’ ένα
ψιλικατζή που του είχε δώσει τον κωδικό από το wifi του μαγαζιού κι ο
Μήτσος έπαιρνε τη γυναίκα του στο σκάιπ. Κουβέντιαζε καμιά φορά και με
τον ψιλικατζή, ίσως έπαιρνε και καμιά μπύρα και πήγαινε στην θάλασσα για
μπάνιο. Πολύ του άρεσε του Μήτσου το μπάνιο. Καμιά φορά ερχόταν και
κανένας από τους πιτσιρικάδες μαζί του. Εκείνη τη μέρα είχε έρθει ο
Γιωργάκης. Έριξαν μια βουτιά στη θάλασσα, βγήκαν και κάθισαν στα
βότσαλα να καπνίσουν.
-Εσύ τι πιστεύεις; Αν δεν είχαν έρθει οι Άγγλοι τι θα γινόταν;
-Τι έγινε Γιωργάκη, έχεις κι εσύ πολιτικές ανησυχίες;
-Όχι ρε Δημήτρη, αλλά το σκέφτομαι συχνά. Ο παππούς άμα άκουγε
για την Καλαμαριά σκοτείνιαζε. Μια φορά τον είχα δει να κλαίει. Ξέρεις τι
είναι να βλέπεις ενενήντα χρονών άνθρωπο να κλαίει; Γι αυτό το σκέφτομαι.
Εσύ τι λες να γινόταν;
-Αυτό δε το ξέρει κανείς.
-Λες να ήταν αλλιώς τα πράγματα;
-Πάλι μπανανία θα ήμασταν.
-Το πιστεύεις κι εσύ;
-Ναι.
-Γιατί;
-Κοίτα, ο Μεταξάς το ήξερε απ’ το ‘36 ότι θα γίνει πόλεμος. Κι όχι
μόνο το ήξερε αλλά ήξερε ότι θα είναι και με τους Άγγλους. Άρα λοιπόν οι
Άγγλοι θα έμπαιναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
-Γι αυτό είπε όχι;
-Δεν είπε όχι, είπε “Λοιπόν έχουμε πόλεμο”.
-Τι να σου πω, τουλάχιστον έχουμε τα πετρέλαια.
-Είσαι σίγουρος;
-Κοίτα απέναντι.
Από μακριά φαινόντουσαν οι πλατφόρμες εξόρυξης αχνά στον ορίζοντα.
Όταν είχε καλό καιρό μπορούσες να τις δεις.
-Κ’ η Νιγηρία έχει πετρέλαια, είδες εσύ κανένα Νιγηριανό με λεφτά;
-Εντάξει, συνεισφέρουν στην οικονομία.
-Γιατί, επειδή στήνουν προκάτ σχολεία στα χωριά και στέλνουν
τουρίστες ως αντισταθμιστικά οφέλη για τα μάτια του κόσμου; Το πακέτο
πάει αλλού, εμείς δε βλέπουμε τίποτα. Τα ίδια και με τις ανεμογεννήτριες στα
βουνά που τις πληρώσαμε χρυσάφι, δε βγάλαμε φράγκο και τώρα οι μισές
έχουν πέσει και οι άλλες μισές απ’ αυτές που δεν έχουν πέσει είναι εκτός
λειτουργίας κι ετοιμάζονται να πέσουν. Πήραν τα λαμόγια τις μίζες και τις
επιδοτήσεις και μας άφησαν εμάς το λογαριασμό. Τα ίδια και με τα
φωτοβολταϊκά. Πήγαν και γέμισαν τα ζώα τα χωράφια τους με πάνελ,
έκλεισαν συμβόλαια για είκοσι χρόνια και τώρα πληρώνουν κι από πάνω για
το ρεύμα που δεν παράγουν. Μέχρι και τα νερά μας πήραν.
-Για τους Τροτσκιστές τι γνώμη έχεις;
-Βρώμικη ιστορία.
-Ναι αλλά λένε αλήθειες.
-Στην πολιτική και τη δημοσιογραφία πολύ συχνά οι μεγαλύτερες
αλήθειες λέγονται από τα πιο αναξιόπιστα χείλη. Και το αντίθετο φυσικά.
Όλοι για ένα παραμύθι ζούμε Γιωργάκη.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή, αν βγεις εσύ να πεις τις ίδιες αλήθειες θα σε πούνε
Τροτσκιστή. Το Τροτσκιστικό κόμμα νομιμοποιήθηκε στη μεταπολίτευση ως
αντιστάθμισμα για το γεγονός ότι δεν υπήρχε ΚΚΕ. Αυτό μη το πεις του
Κωστάκη όμως γιατί θα σε βρίσει.
-Θα τους ψήφιζες;
-Τους έχω ψηφίσει μια φορά. Βέβαια αν θες να ξέρεις μου έχουν κάνει
πολύ μεγάλη ζημιά, εμένα προσωπικά. Γιατί ρωτάς;
-Τι να σου πω ρε Δημήτρη. Εμείς στην οικογένειά μου ψηφίζουμε Νέα
Δημοκρατία. Δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί ψήφιζε ο παππούς, ίσως γιατί λένε
ότι θα κάνουν τη Μακεδονία ξανά Ελληνική. Τώρα τελευταία όμως έχω
αρχίσει να το σκέφτομαι.
-Τη Μακεδονία πάντως να την ξεχάσεις.
-Γιατί;
-Όσο η Γερμανία είναι ισχυρή η Μακεδονία θα είναι άλλο κράτος.
-Τι σχέση έχει η Γερμανία;
-Το πρώτο πράγμα που έκανε η Γερμανία όταν ξανάγινε κράτος ήταν
να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία. Όσο υπάρχει Γερμανία η Μακεδονία δε θα
είναι Ελληνική. Τα πετρέλαια που βλέπεις απέναντι πάνε καρφί στη
Θεσσαλονίκη κι από ‘κει ποτάμι ποτάμι στην κεντρική Ευρώπη. Κατάλαβες;
Δε σηκώνεσαι να φύγουμε τώρα; Σε λίγο θα μας φάνε τα κουνούπια. Κοίτα
να δεις, ποτέ μου δε συνήθισα αυτό το πράγμα που ο ήλιος πέφτει στο βουνό.
Εγώ από μικρό παιδί στη θάλασσα τον θυμάμαι να πέφτει.
Ήταν πολύ κουρασμένος. Κάθε βράδυ αυτή η κούραση έβγαινε από
μέσα του με το τσίπουρο, μέσα από το δέρμα του, με τον ιδρώτα που μύριζε
κουζίνα. Όμως κάθε φορά έμενε κι από λίγη και μαζευόταν. Μαζευόταν
μαζευόταν, τόσο που καμιά φορά σκεφτόταν ότι δε θα τα κατάφερνε ως το
τέλος. Δε τον έπαιρνε να μη τα καταφέρει, έπρεπε ν’ αντέξει. Πιο πολύ απ’
όλα τον βασάνιζαν οι σκέψεις του. Οι ώρες που έμενε μόνος του ήταν οι
χειρότερες απ’ όλες κι έπινε για να μη σκέφτεται. Έπρεπε να δουλεύει για να
στέλνει λεφτά στο σπίτι και μετά να γυρίσει και να βγάλει το χειμώνα. Για
πόσο ακόμα θα άντεχε χωρίς όνειρα, χωρίς προοπτική, χωρίς ορίζοντα, για
τον ίδιο, για την οικογένειά του, για το παιδί που τώρα ήταν πέντε χρονών.
Σε ποιο κόσμο θα μεγάλωνε αυτό το παιδί; Θα κατάφερνε να σπουδάσει; Θα
κατάφερνε να δουλέψει; Ο Μήτσος συνέχισε να πίνει, δεν είχε καμιά όρεξη
εκείνο το βράδυ για κουβέντα. Οι πιτσιρικάδες το κατάλαβαν και τον άφησαν
μόνο του.
Κοιταζόταν στον καθρέπτη και λυπόταν τον εαυτό του. Θύμωνε κάθε
φορά που του έρχονταν στο νου όλοι εκείνοι οι ινφλουένσερ και οι λάιφ
κόουτς που κατέκλυζαν την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το ίντερνετ. Όλοι
εκείνοι οι γυμναστηριακοί τύποι που ολημερίς κι ολονυχτίς προέβαλαν το
υγιές μοντέλο ζωής που κάθε πολίτης όφειλε να ακολουθεί για το καλό το
δικό του και του κοινωνικού συνόλου.
“Ξυπνήστε πρωί, γυμναστείτε, καταναλώστε δημητριακά και γάλα
αμυγδάλου, εργαστείτε, μην καπνίζετε, μην πίνετε αλκοόλ. Υιοθετήστε μια
θετική στάση απέναντι στη ζωή σας, διατηρήστε το χαμόγελο με κάθε
κόστος, μη διαμαρτύρεστε, αν η ζωή σας δίνει λεμόνια φτιάξτε λεμονάδα.
Γυμναστείτε ξανά. Αν δεν έχετε τη ζωή που ονειρεύεστε, εργαστείτε πιο
σκληρά για να την αποκτήσετε. Αν δε σας αρέσει η δουλειά σας βρείτε αυτή
που σας ταιριάζει. Φερθείτε υπεύθυνα. Αν αισθάνεστε κουρασμένος
καταναλώστε συμπληρώματα διατροφής, είναι το μυστικό της επιτυχίας. Αν
αισθάνεστε άσχημα καταναλώστε ρούχα και παπούτσια, κάντε σόπινγκ
θέραπι. Καταναλώστε. Αγοράστε καινούριο αυτοκίνητο. Αν δεν έχετε
χρήματα δανειστείτε. Πάρτε πρωτοβουλίες στη ζωή σας. Καταναλώστε.
Κάντε περισσότερα παιδιά, τα παιδιά είναι ευτυχία.”
Σε ποιόν απευθύνονταν όλοι αυτοί οι καραγκιόζηδες; Οι πιτσιρικάδες
τους άκουγαν και τους έκραζαν. Ο Μήτσος δε μπορούσε να κάνει το ίδιο. Η
τράπεζα του έδινε δάνειο για να πάρει καινούρια τηλεόραση, αλλά όχι για να
κάνει δικό του μαγαζί. Αυτοκίνητο δεν είχε και δεν το χρειαζόταν. Η μόνη
γυμναστική που μπορούσε να κάνει ήταν η δουλειά, δεν είχε χρόνο για
τίποτα άλλο. Εκείνη η μοναδική δουλειά που είχε καταφέρει να βρει μετά
κόπων και βασάνων και πριν από αυτή ήταν άνεργος για τρία χρόνια
συνέχεια. Δούλευε περιστασιακά σε ότι έβρισκε και όπου τον έστελνε το
υπουργείο εργασίας. Μοίραζε φυλλάδια, δούλευε εργάτης, φτυάρι, κασμά,
κομπρεσέρ, σεκιούριτι, αλλά πάντα για λίγες εβδομάδες κάθε φορά. Το παιδί
είχε ξεκινήσει να πηγαίνει στο σχολείο. Ίσα ίσα που κατάφερνε να του
αγοράζει τα βασικά.
Η οθόνη στο τηλέφωνο του Μήτσου άναψε πάνω στο τραπεζάκι του
μπαλκονιού. Όχι πάλι ρε πούστη μου. Ένα διαφημιστικό βίντεο άρχισε να
παίζει.
“Αγαπήστε τη ζωή, γυμναστείτε, φροντίστε τη διατροφή σας, ρυθμίστε τον
ύπνο σας, κάντε ευχάριστες σκέψεις, ρυθμίστε τα επίπεδα στρες. Φερθείτε
υπεύθυνα. Ένα κοινωνικό μήνυμα του υπουργείου υγείας. Πάντοτε δίπλα
σας.”
Γι αυτό δεν έπινε πάνω από τρία ποτήρια ο Μήτσος, γιατί το σμάρτγουοτς
σύγκρινε τους καρδιακούς παλμούς με τη θερμοκρασία και την αγωγιμότητα
του ιδρώτα στο σώμα του και τσουπ το μήνυμα. Αν στρεσαριζόταν δεύτερη
φορά μέσα στην εβδομάδα θα έπρεπε να πάει να δει το γιατρό εργασίας
υποχρεωτικά. Όχι πως νοιαζόταν ο γιατρός ή του έδινε κάποια θεραπεία, τα
επίπεδα στρες όμως και η συχνότητα των επισκέψεων καταγράφονταν και τα
ασφάλιστρα υγείας που του κρατούσαν από το μισθό αυξάνονταν.
Τουλάχιστον είχε τη δυνατότητα να βγάζει εκείνο το μαραφέτι από το χέρι
του όσο βρισκόταν μέσα στην κουζίνα για υγειονομικούς λόγους. Στην
κουζίνα απαγορεύονταν ρολόγια δακτυλίδια και τηλέφωνα. Αν αναγκαζόταν
να το φοράει κι εκεί θα έβλεπε το γιατρό κάθε μέρα. Τις υπόλοιπες ώρες
όμως ήταν υποχρεωμένος να το φοράει ακόμα και στον ύπνο. Ήταν όρος του
κρατικού συμβολαίου εργασίας, μιας και τυπικά δεν ήταν εργαζόμενος της
πολυεθνικής αλλά δημόσιος υπάλληλος. Η Ελληνική δημοκρατία νοτίου
Ελλάδος τον νοίκιαζε σε μια εταιρία που τον νοίκιαζε στην πολυεθνική που
είχε το ξενοδοχείο. Γι αυτό του έδιναν “δωρεάν” σμάρτγουότς και σμάρτφον,
τα οποία βέβαια κρατούσαν από το μισθό του ως εγγύηση και μέρος των
χρημάτων αυτών τα έπαιρνε πίσω αν έχανε τη δουλειά του. Τουλάχιστον
μπορούσε να παίρνει τη γυναίκα του στο σκάιπ.
Μηνύματα συνεχώς. Διαφημιστικά βιντεάκια εμφανίζονταν “τυχαία”
κάθε φορά που στρεσαριζόταν, κάθε φορά που αγόραζε αλκοόλ, τσιγάρα,
προφυλακτικά ή μπέικον με την κάρτα του.
“Γυμναστείτε, κάντε ευχάριστες σκέψεις, προσέξτε τη διατροφή σας, κάντε
παιδιά. Φερθείτε υπεύθυνα. Τα παιδιά είναι ευτυχία. Υπουργείο υγείας,
πάντοτε δίπλα σας.”
Τα ίδια αν κάποιος πλήρωνε συνδρομή σε κάποιο γυμναστήριο, αγόραζε
πακέτο διακοπών, ψώνιζε ζυμαρικά χωρίς γλουτένη. Πάντα, εκείνα τα
μηνύματα που εμφανίζονταν τυχαία μέσα σε λίγη ώρα μετά από κάθε
ενέργεια. “Πάντοτε δίπλα σας”. Το υπουργείο υγείας είχε λεφτά να δίνει σ’
όλες αυτές τις μαλακίες, το γιατρό, τα εμβόλια και τα φάρμακά του όμως ο
Μήτσος έπρεπε να τα πληρώνει από την τσέπη του.
Φυσικά όλα αυτά ήταν “θεωρίες συνωμοσίας”, δεν ίσχυαν στην
“πραγματικότητα”. Αν μιλούσες δημοσίως γι αυτά τα ζητήματα σε
κατηγορούσαν για “διασπορά ψευδών ειδήσεων”. Μεγάλη ρετσινιά. Αν
επέμενες έπρεπε να δεις το γιατρό που αυτή τη φορά σου χορηγούσε
αντικαταθλιπτικά, που έπρεπε φυσικά να πληρώσεις από την τσέπη σου και
μετά δε μπορούσες να βρεις δουλειά για όσο διάστημα ήσουν “ασθενής”.
Οπότε δε μιλούσε κανένας. Ο Μήτσος θυμόταν όλους εκείνους που φώναζαν
πριν από χρόνια γι αυτό που ερχόταν. Ήταν φυσικά “συνωμοσιολόγοι”, αλλά
τελικά όλα ήρθαν σιγά σιγά με την ώρα τους. Έξυπνα βραχιολάκια,
διασπορά ψευδών ειδήσεων, λογισμικά αναγνώρισης προσώπου, έλεγχος
επιθετικής συμπεριφοράς στον τόνο της φωνής, αυτόματη αναπροσαρμογή
ασφαλίστρων και φορολογίας, αποκλεισμός από την εργασία και τη
μετακίνηση, εμβόλια κάθε χρόνο. Ακριβώς ότι γινόταν και στην Κίνα δηλαδή
αλλά μ’ ένα μανδύα δήθεν ελευθερίας για να λέμε ότι είμαστε Ευρώπη.
Και η πολιτική; Αυτή ήταν μια άλλη μεγάλη ιστορία. Επισήμως
μπορούσες φυσικά να λες ότι ήθελες. Παρ’ όλες τις αναθεωρήσεις του
συντάγματος, που γίνονταν κατά μέσο όρο κάθε τρία χρόνια, η περίφημη
ελευθερία λόγου παρέμενε κατοχυρωμένη. Όμως τελικά πόση σημασία είχε;
Τα περισσότερα κόμματα στην ουσία την ίδια πολιτική εφάρμοζαν με
ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Έριχναν και κανένα τσακωμό σε καμιά
ολομέλεια για τα μάτια του κόσμου και μετά έπιναν όλοι μαζί εσπρέσο
χαριεντιζόμενοι μεταξύ τους στο καφενείο της βουλής. Αηδία. Και όλα τα
μέσα ενημέρωσης τα ίδια μηνύματα μετέδιδαν, με άλλη σύνταξη και άλλο
τόνο στη φωνή.
Μια βαθιά απογοήτευση κυρίευε το Μήτσο κάθε φορά που τα
σκεφτόταν όλα αυτά. Λυπόταν τον εαυτό του ακόμα περισσότερο. Ίσως
τελικά οι πιτσιρικάδες να είχαν δίκιο που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο,
τουλάχιστον αυτοί προσπαθούσαν. Όλοι για ένα παραμύθι ζούσαν κι ο
Μήτσος δεν είχε το δικό του να πιστεύει. Μήπως τελικά αυτό που χρειαζόταν
ήταν ένα παραμύθι; Μήπως τελικά δεν ήταν όλα ένα παραμύθι και υπήρχε
μια μικρή ελπίδα; Κι αν ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο, έστω και λίγο, πως
μπορούσε να το κάνει; Η θεωρία που ήξερε έλεγε πως αυτό γινόταν μέσα
από την πολιτική. “Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα”. Κι όπου
υπάρχουν αδιέξοδα αυτό σημαίνει έλλειμμα δημοκρατίας. Αυτό χρειαζόταν
λοιπόν; Περισσότερη δημοκρατία; Δε μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο.
Πάντα ήταν πολιτικοποιημένος κι ας μη συμμετείχε μέχρι τότε ενεργά σε
κανένα κόμμα. Λίγο η αηδία που ένιωθε για τις πολιτικές παρατάξεις στη
σχολή του με τα πάρτι, τις σημειώσεις, τις γκόμενες δολώματα και τα πάρε
δώσε με καθηγητές, πρυτάνεις, μεταπτυχιακά και βαθμολογίες, λίγο η
εφημερίδα μετά που τον ήθελε ουδέτερο, είχε κρατηθεί μακριά. Περισσότερο
απ’ όλα όμως τον κράτησε ανένταχτο το γεγονός ότι επί της ουσίας δε τον
εξέφραζε κανένας κομματικός μηχανισμός μέχρι τότε. Για την ακρίβεια τον
απωθούσαν τα κόμματα με τις πρακτικές τους, γι αυτό δε συμμετείχε
πουθενά, σε κανένα κόμμα και κανένα σωματείο. Όμως ήταν τελικά όλα τα
κόμματα το ίδιο; Ίσως όχι κι όλα. Μήπως τελικά αυτό έπρεπε να κάνει; Στο
κάτω κάτω όσο δε συμμετείχε αυτός συμμετείχαν άλλοι. Μήπως έπρεπε να
συμμετέχει περισσότερο;
Ήταν εκείνο το καινούριο κόμμα που είχε φτιάξει εκείνος ο καθηγητής.
Ήταν υπουργός δικαιοσύνης στην προηγούμενη κυβέρνηση του
“Ριζοσπαστικού κόμματος”, αλλά μετά το δημοψήφισμα του ‘15
διαφοροποιήθηκε και έκανε το δικό του. Ο Μήτσος τον παρακολουθούσε,
τον είχε ψηφίσει μάλιστα. Ήταν καθηγητής στη νομική σχολή του
πανεπιστημίου Αθηνών και όσο ήταν υπουργός είχε προωθήσει μια σειρά
από προτάσεις νόμου που μπορούσαν να αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό τα
πράγματα. Το δημοψήφισμα απογοήτευσε όλο τον κόσμο που είχε
εναποθέσει τις ελπίδες του σ’ αυτό. Και δεν ήταν λίγος αυτός ο κόσμος. Είχε
πολύ μεγάλη συμμετοχή, τέτοια που δεν είχαν ούτε οι εθνικές εκλογές, ούτε
οι Ευρωπαϊκές, ούτε καν οι τοπικές. Αυτό από μόνο του ήταν πολύ
ελπιδοφόρο. Παρ’ όλη την τρομοκρατία από τα κανάλια και τις εφημερίδες ο
κόσμος έδωσε καθαρή εντολή στην κυβέρνηση να μην ακολουθήσει τα
μέτρα που επέβαλαν οι γραφειοκράτες του Βραδεμβούργου και η παγκόσμια
τράπεζα. Θα μπορούσε να σημάνει και την έξοδο της Ελλάδας από τις
Ηνωμένες Πολιτείες Ευρώπης εκείνο το δημοψήφισμα. Όμως οι ριζοσπάστες
δε το σεβάστηκαν, όπως δε σεβάστηκαν παρόμοια δημοψηφίσματα κι άλλες
Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Στην Ιταλία, την Ιρλανδία, την Τσεχία, την
Πολωνία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, ο κόσμος διαμαρτυρόταν έντονα για
τις πολιτικές που του επέβαλλε σε όλα τα επίπεδα ένα ιερατείο
χαρτογιακάδων ελεγχόμενο από την κεντροευρωπαϊκή βιομηχανία, που
κανείς δεν είχε ψηφίσει, σε πολλές περιπτώσεις κανείς δεν είχε ακούσει ξανά
στο παρελθόν γι αυτούς. Όλη η ήπειρος βρισκόταν σε πολιτικό αδιέξοδο.
Έτσι ο κύριος Αναγνωστάκης παραιτήθηκε από το ριζοσπαστικό κόμμα
όταν οι χαρτογιακάδες ζήτησαν την απομάκρυνσή του από την Ελληνική
κυβέρνηση και έφτιαξε την “Προοδευτική συμμαχία”. Μιλούσαν για
παράνομο εθνικό χρέος, αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος,
ανεξαρτησία στη δικαιοσύνη και την ενημέρωση, κατάργηση της περιβόητης
νομοθεσίας περί ατομικής ευθύνης πολιτών και της αστυνομικής
καταστολής, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά
δεδομένα, το μεταναστευτικό, αλλά περισσότερο απ’ όλα μιλούσαν για
δημοκρατία. Το κόμμα είχε εισάγει μια σειρά από δικλείδες ασφαλείας στην
ίδια την οργανωτική του δομή, όμοια με τη λογική του ανοικτού κώδικα στα
προγράμματα υπολογιστών, που του προσέδιδαν σημαντικά πλεονεκτήματα
στην εφαρμογή της δημοκρατίας σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κόμμα είχε
εμφανιστεί ως τότε στην πολιτική σκηνή. Ο ίδιος ο πρόεδρος ήταν
ανακλητός ύστερα από ψηφοφορία με αποτέλεσμα ισχνής πλειοψηφίας, το
καταστατικό επίσης και όλα τα σημαντικά ζητήματα σχετικά με την πολιτική
και τις αποφάσεις του κόμματος τίθεντο σε καθολική διαδικτυακή
ψηφοφορία από τα εγγεγραμμένα μέλη. Ο Μήτσος αισθανόταν πως ακόμα κι
αυτό δεν ήταν αρκετό εκ μέρους του. Καμιά διαδικτυακή ψηφοφορία δε
μπορούσε να αντικαταστήσει τη φυσική παρουσία. Έπρεπε να συμμετέχει
ενεργά, δεν είχε πια καμιά δικαιολογία, η ζωή του είχε πιάσει πάτο.
Πήρε το τηλέφωνό του, άνοιξε τη σελίδα του κόμματος και άρχισε να
πληκτρολογεί. Το εξαιρετικά αργό δωρεάν ίντερνετ που είχε για να φορτώνει
τα κυβερνητικά μηνύματα “κοινωνικής ενθάρρυνσης” του έδινε τη
δυνατότητα να στείλει ένα απλό γραπτό μήνυμα, κατά πάσα πιθανότητα για
να παρακολουθούνται και οι γραπτές επικοινωνίες, αλλά αυτό δε τον πείραζε
καθόλου. Τους είχε πια γραμμένους.
“Αγαπητοί συμπολίτες, σύντροφοι, συνάνθρωποι ή ότι άλλο θέλετε.
Επιθυμώ να εγγραφώ στο κόμμα σας διότι πιστεύω πως μπορώ να προσφέρω
κι εγώ μ’ αυτό τον τρόπο λιγάκι. Σε περίπου δύο μήνες θα βρεθώ στην
Αθήνα. Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να μιλήσω με κάποιον στα γραφεία
σας δια ζώσης. Σας παρακαλώ πείτε μου ποιες είναι οι ενέργειες στις οποίες
πρέπει να προβώ και με ποιόν θα πρέπει να μιλήσω κατ’ ιδίαν αν αυτό είναι
εφικτό. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων. Δημήτρης Πετρίδης.”
Αυτό ήταν λοιπόν, είχε πάρει την απόφασή του. Θα γινόταν μέλος εκείνου
του κόμματος. Για πρώτη φορά στη ζωή του θα γινόταν μέλος ενός
κόμματος. Είχε πάρει αυτή την απόφαση ουσιαστικά εδώ και καιρό. Μέσα
στη σούρα του πήρε την τελική απόφαση, είχε βαρεθεί να έχει αναστολές, δε
μπορούσε να κάνει αλλιώς, τα ψέματα είχαν τελειώσει.
Την επόμενη μέρα το πρωί το είχε κιόλας μετανοιώσει. Ένιωθε μια
τεράστια αμφιβολία μέσα του να τον τρώει. Που πήγαινε να μπλέξει; Το
σκέφτηκε ξανά και ξανά, αισθανόταν πως μάλλον είχε κάνει μαλακία. Άξιζε
όντως τον κόπο ν’ ασχοληθεί, να αφιερώσει το λίγο και πολύτιμο χρόνο του;
Ήταν όντως εκείνο το κόμμα αλλιώτικο από τα άλλα; Υπήρχε έστω και η
παραμικρή πιθανότητα ν’ αλλάξει αυτός ο βόθρος προς το καλύτερο; Από
την άλλη μεριά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το μάθει. Ίσως τελικά βέβαια να
μην έμπαιναν καθόλου στον κόπο να του απαντήσουν και η απορία του να
λυνόταν τελικά εντελώς ανώδυνα. Όμως του απάντησαν, την επόμενη κιόλας
μέρα.
“Κύριε Πετρίδη, μπορείτε να επισκεφτείτε τα γραφεία μας οποιαδήποτε
καθημερινή κατά τις ώρες, δέκα το πρωί με μια το μεσημέρι. Θα χαρούμε να
σας δούμε από κοντά και να συζητήσουμε για όποιο ζήτημα επιθυμείτε”.
Αυτό ήταν λοιπόν. Ο κύβος είχε ριφθεί. Ο Μήτσος, τουλάχιστον σ’ εκείνη τη
φάση, δεν είχε τίποτα απολύτως να χάσει. Θα πήγαινε από τα γραφεία τους
μόλις πατούσε το πόδι του στην Αθήνα.